헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παραγγέλλω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παραγγέλλω παραγγελῶ παρήγγειλα παρήγγελκα

형태분석: παρ (접두사) + ἀγγέλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 추천하다, 권하다, 명령하다, 지시하다, 권고하다, 주장하다, 명하다
  2. 부르다, 격려하다, 소환하다, 북돋우다
  1. to transmit as a message, to pass on the watchword
  2. to give the word, give orders, orders
  3. to order, recommend, exhort, to give orders, to order, to order
  4. to encourage, cheer on, to call
  5. to summon to one's help, summon one's partisans, form a cabal
  6. to canvass for, to be candidate

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραγγέλλω

παραγγέλλεις

παραγγέλλει

쌍수 παραγγέλλετον

παραγγέλλετον

복수 παραγγέλλομεν

παραγγέλλετε

παραγγέλλουσιν*

접속법단수 παραγγέλλω

παραγγέλλῃς

παραγγέλλῃ

쌍수 παραγγέλλητον

παραγγέλλητον

복수 παραγγέλλωμεν

παραγγέλλητε

παραγγέλλωσιν*

기원법단수 παραγγέλλοιμι

παραγγέλλοις

παραγγέλλοι

쌍수 παραγγέλλοιτον

παραγγελλοίτην

복수 παραγγέλλοιμεν

παραγγέλλοιτε

παραγγέλλοιεν

명령법단수 παράγγελλε

παραγγελλέτω

쌍수 παραγγέλλετον

παραγγελλέτων

복수 παραγγέλλετε

παραγγελλόντων, παραγγελλέτωσαν

부정사 παραγγέλλειν

분사 남성여성중성
παραγγελλων

παραγγελλοντος

παραγγελλουσα

παραγγελλουσης

παραγγελλον

παραγγελλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραγγέλλομαι

παραγγέλλει, παραγγέλλῃ

παραγγέλλεται

쌍수 παραγγέλλεσθον

παραγγέλλεσθον

복수 παραγγελλόμεθα

παραγγέλλεσθε

παραγγέλλονται

접속법단수 παραγγέλλωμαι

παραγγέλλῃ

παραγγέλληται

쌍수 παραγγέλλησθον

παραγγέλλησθον

복수 παραγγελλώμεθα

παραγγέλλησθε

παραγγέλλωνται

기원법단수 παραγγελλοίμην

παραγγέλλοιο

παραγγέλλοιτο

쌍수 παραγγέλλοισθον

παραγγελλοίσθην

복수 παραγγελλοίμεθα

παραγγέλλοισθε

παραγγέλλοιντο

명령법단수 παραγγέλλου

παραγγελλέσθω

쌍수 παραγγέλλεσθον

παραγγελλέσθων

복수 παραγγέλλεσθε

παραγγελλέσθων, παραγγελλέσθωσαν

부정사 παραγγέλλεσθαι

분사 남성여성중성
παραγγελλομενος

παραγγελλομενου

παραγγελλομενη

παραγγελλομενης

παραγγελλομενον

παραγγελλομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραγγελῶ

παραγγελεῖς

παραγγελεῖ

쌍수 παραγγελεῖτον

παραγγελεῖτον

복수 παραγγελοῦμεν

παραγγελεῖτε

παραγγελοῦσιν*

기원법단수 παραγγελοῖμι

παραγγελοῖς

παραγγελοῖ

쌍수 παραγγελοῖτον

παραγγελοίτην

복수 παραγγελοῖμεν

παραγγελοῖτε

παραγγελοῖεν

부정사 παραγγελεῖν

분사 남성여성중성
παραγγελων

παραγγελουντος

παραγγελουσα

παραγγελουσης

παραγγελουν

παραγγελουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραγγελοῦμαι

παραγγελεῖ, παραγγελῇ

παραγγελεῖται

쌍수 παραγγελεῖσθον

παραγγελεῖσθον

복수 παραγγελούμεθα

παραγγελεῖσθε

παραγγελοῦνται

기원법단수 παραγγελοίμην

παραγγελοῖο

παραγγελοῖτο

쌍수 παραγγελοῖσθον

παραγγελοίσθην

복수 παραγγελοίμεθα

παραγγελοῖσθε

παραγγελοῖντο

부정사 παραγγελεῖσθαι

분사 남성여성중성
παραγγελουμενος

παραγγελουμενου

παραγγελουμενη

παραγγελουμενης

παραγγελουμενον

παραγγελουμενου

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρῆγγειλα

παρῆγγειλας

παρῆγγειλεν*

쌍수 παρήγγειλατον

παρηγγεῖλατην

복수 παρήγγειλαμεν

παρήγγειλατε

παρῆγγειλαν

접속법단수 παραγγείλω

παραγγείλῃς

παραγγείλῃ

쌍수 παραγγείλητον

παραγγείλητον

복수 παραγγείλωμεν

παραγγείλητε

παραγγείλωσιν*

기원법단수 παραγγείλαιμι

παραγγείλαις

παραγγείλαι

쌍수 παραγγείλαιτον

παραγγειλαίτην

복수 παραγγείλαιμεν

παραγγείλαιτε

παραγγείλαιεν

명령법단수 παράγγειλον

παραγγειλάτω

쌍수 παραγγείλατον

παραγγειλάτων

복수 παραγγείλατε

παραγγειλάντων

부정사 παραγγείλαι

분사 남성여성중성
παραγγειλᾱς

παραγγειλαντος

παραγγειλᾱσα

παραγγειλᾱσης

παραγγειλαν

παραγγειλαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρηγγεῖλαμην

παρήγγειλω

παρήγγειλατο

쌍수 παρήγγειλασθον

παρηγγεῖλασθην

복수 παρηγγεῖλαμεθα

παρήγγειλασθε

παρήγγειλαντο

접속법단수 παραγγείλωμαι

παραγγείλῃ

παραγγείληται

쌍수 παραγγείλησθον

παραγγείλησθον

복수 παραγγειλώμεθα

παραγγείλησθε

παραγγείλωνται

기원법단수 παραγγειλαίμην

παραγγείλαιο

παραγγείλαιτο

쌍수 παραγγείλαισθον

παραγγειλαίσθην

복수 παραγγειλαίμεθα

παραγγείλαισθε

παραγγείλαιντο

명령법단수 παράγγειλαι

παραγγειλάσθω

쌍수 παραγγείλασθον

παραγγειλάσθων

복수 παραγγείλασθε

παραγγειλάσθων

부정사 παραγγείλεσθαι

분사 남성여성중성
παραγγειλαμενος

παραγγειλαμενου

παραγγειλαμενη

παραγγειλαμενης

παραγγειλαμενον

παραγγειλαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to give the word

  2. 추천하다

  3. 부르다

관련어

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION