헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀποδιδράσκω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀποδιδράσκω

형태분석: ἀπο (접두사) + διδράσκ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 도망치다, 탈출하다, 달아나다, 도망가다, ~에서 달아나다, 투항하다
  2. 도망가다, 달아나다, 탈출하다
  1. to run away or off, escape, flee from, by stealth, to desert
  2. to flee, shun

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποδιδράσκω

(나는) 도망친다

ἀποδιδράσκεις

(너는) 도망친다

ἀποδιδράσκει

(그는) 도망친다

쌍수 ἀποδιδράσκετον

(너희 둘은) 도망친다

ἀποδιδράσκετον

(그 둘은) 도망친다

복수 ἀποδιδράσκομεν

(우리는) 도망친다

ἀποδιδράσκετε

(너희는) 도망친다

ἀποδιδράσκουσιν*

(그들은) 도망친다

접속법단수 ἀποδιδράσκω

(나는) 도망치자

ἀποδιδράσκῃς

(너는) 도망치자

ἀποδιδράσκῃ

(그는) 도망치자

쌍수 ἀποδιδράσκητον

(너희 둘은) 도망치자

ἀποδιδράσκητον

(그 둘은) 도망치자

복수 ἀποδιδράσκωμεν

(우리는) 도망치자

ἀποδιδράσκητε

(너희는) 도망치자

ἀποδιδράσκωσιν*

(그들은) 도망치자

기원법단수 ἀποδιδράσκοιμι

(나는) 도망치기를 (바라다)

ἀποδιδράσκοις

(너는) 도망치기를 (바라다)

ἀποδιδράσκοι

(그는) 도망치기를 (바라다)

쌍수 ἀποδιδράσκοιτον

(너희 둘은) 도망치기를 (바라다)

ἀποδιδρασκοίτην

(그 둘은) 도망치기를 (바라다)

복수 ἀποδιδράσκοιμεν

(우리는) 도망치기를 (바라다)

ἀποδιδράσκοιτε

(너희는) 도망치기를 (바라다)

ἀποδιδράσκοιεν

(그들은) 도망치기를 (바라다)

명령법단수 ἀποδίδρασκε

(너는) 도망쳐라

ἀποδιδρασκέτω

(그는) 도망쳐라

쌍수 ἀποδιδράσκετον

(너희 둘은) 도망쳐라

ἀποδιδρασκέτων

(그 둘은) 도망쳐라

복수 ἀποδιδράσκετε

(너희는) 도망쳐라

ἀποδιδρασκόντων, ἀποδιδρασκέτωσαν

(그들은) 도망쳐라

부정사 ἀποδιδράσκειν

도망치는 것

분사 남성여성중성
ἀποδιδρασκων

ἀποδιδρασκοντος

ἀποδιδρασκουσα

ἀποδιδρασκουσης

ἀποδιδρασκον

ἀποδιδρασκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποδιδράσκομαι

(나는) 도망쳐진다

ἀποδιδράσκει, ἀποδιδράσκῃ

(너는) 도망쳐진다

ἀποδιδράσκεται

(그는) 도망쳐진다

쌍수 ἀποδιδράσκεσθον

(너희 둘은) 도망쳐진다

ἀποδιδράσκεσθον

(그 둘은) 도망쳐진다

복수 ἀποδιδρασκόμεθα

(우리는) 도망쳐진다

ἀποδιδράσκεσθε

(너희는) 도망쳐진다

ἀποδιδράσκονται

(그들은) 도망쳐진다

접속법단수 ἀποδιδράσκωμαι

(나는) 도망쳐지자

ἀποδιδράσκῃ

(너는) 도망쳐지자

ἀποδιδράσκηται

(그는) 도망쳐지자

쌍수 ἀποδιδράσκησθον

(너희 둘은) 도망쳐지자

ἀποδιδράσκησθον

(그 둘은) 도망쳐지자

복수 ἀποδιδρασκώμεθα

(우리는) 도망쳐지자

ἀποδιδράσκησθε

(너희는) 도망쳐지자

ἀποδιδράσκωνται

(그들은) 도망쳐지자

기원법단수 ἀποδιδρασκοίμην

(나는) 도망쳐지기를 (바라다)

ἀποδιδράσκοιο

(너는) 도망쳐지기를 (바라다)

ἀποδιδράσκοιτο

(그는) 도망쳐지기를 (바라다)

쌍수 ἀποδιδράσκοισθον

(너희 둘은) 도망쳐지기를 (바라다)

ἀποδιδρασκοίσθην

(그 둘은) 도망쳐지기를 (바라다)

복수 ἀποδιδρασκοίμεθα

(우리는) 도망쳐지기를 (바라다)

ἀποδιδράσκοισθε

(너희는) 도망쳐지기를 (바라다)

ἀποδιδράσκοιντο

(그들은) 도망쳐지기를 (바라다)

명령법단수 ἀποδιδράσκου

(너는) 도망쳐져라

ἀποδιδρασκέσθω

(그는) 도망쳐져라

쌍수 ἀποδιδράσκεσθον

(너희 둘은) 도망쳐져라

ἀποδιδρασκέσθων

(그 둘은) 도망쳐져라

복수 ἀποδιδράσκεσθε

(너희는) 도망쳐져라

ἀποδιδρασκέσθων, ἀποδιδρασκέσθωσαν

(그들은) 도망쳐져라

부정사 ἀποδιδράσκεσθαι

도망쳐지는 것

분사 남성여성중성
ἀποδιδρασκομενος

ἀποδιδρασκομενου

ἀποδιδρασκομενη

ἀποδιδρασκομενης

ἀποδιδρασκομενον

ἀποδιδρασκομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεδίδρασκον

(나는) 도망치고 있었다

ἀπεδίδρασκες

(너는) 도망치고 있었다

ἀπεδίδρασκεν*

(그는) 도망치고 있었다

쌍수 ἀπεδιδράσκετον

(너희 둘은) 도망치고 있었다

ἀπεδιδρασκέτην

(그 둘은) 도망치고 있었다

복수 ἀπεδιδράσκομεν

(우리는) 도망치고 있었다

ἀπεδιδράσκετε

(너희는) 도망치고 있었다

ἀπεδίδρασκον

(그들은) 도망치고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεδιδρασκόμην

(나는) 도망쳐지고 있었다

ἀπεδιδράσκου

(너는) 도망쳐지고 있었다

ἀπεδιδράσκετο

(그는) 도망쳐지고 있었다

쌍수 ἀπεδιδράσκεσθον

(너희 둘은) 도망쳐지고 있었다

ἀπεδιδρασκέσθην

(그 둘은) 도망쳐지고 있었다

복수 ἀπεδιδρασκόμεθα

(우리는) 도망쳐지고 있었다

ἀπεδιδράσκεσθε

(너희는) 도망쳐지고 있었다

ἀπεδιδράσκοντο

(그들은) 도망쳐지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἶπεν αὐτῇ ὁ ἄγγελοσ Κυρίου. Ἄγαρ, παιδίσκη Σάρασ, πόθεν ἔρχῃ καὶ ποῦ πορεύῃ̣ καὶ εἶπεν. ἀπὸ προσώπου Σάρασ τῆσ κυρίασ μου ἐγὼ ἀποδιδράσκω. (Septuagint, Liber Genesis 16:8)

    (70인역 성경, 창세기 16:8)

  • ἔκρυψε δὲ Ἰακὼβ Λάβαν τὸν Σύρον τοῦ μὴ ἀναγγεῖλαι αὐτῷ, ὅτι ἀποδιδράσκει. (Septuagint, Liber Genesis 31:20)

    (70인역 성경, 창세기 31:20)

  • ΕΙΠΕ δὲ ὁ Θεὸσ πρὸσ Ἰακώβ. ἀναστὰσ ἀνάβηθι εἰσ τὸν τόπον Βαιθὴλ καὶ οἴκει ἐκεῖ καὶ ποίησον ἐκεῖ θυσιαστήριον τῷ Θεῷ τῷ ὀφθέντι σοι ἐν τῷ ἀποδιδράσκειν σε ἀπὸ προσώπου Ἡσαῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου. (Septuagint, Liber Genesis 35:1)

    (70인역 성경, 창세기 35:1)

  • καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ θυσιαστήριον καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα τοῦ τόπου Βαιθήλ. ἐκεῖ γὰρ ἐφάνη αὐτῷ ὁ Θεὸσ ἐν τῷ ἀποδιδράσκειν αὐτὸν ἀπὸ προσώπου Ἡσαῦ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Genesis 35:7)

    (70인역 성경, 창세기 35:7)

  • καὶ τοῖσ υἱοῖσ Βερζελλὶ τοῦ Γαλααδίτου ποιήσεισ ἔλεοσ, καὶ ἔσονται ἐν τοῖσ ἐσθίουσι τὴν τράπεζάν σου, ὅτι οὕτωσ ἤγγισάν μοι ἐν τῷ με ἀποδιδράσκειν ἀπὸ προσώπου Ἀβεσσαλὼμ τοῦ ἀδελφοῦ σου. (Septuagint, Liber I Regum 2:7)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 2:7)

  • καὶ συνέλαβον αὐτὴν καὶ ἐπηρώτησαν. τίνων εἶ καὶ πόθεν ἔρχῃ καὶ ποῦ πορεύῃ̣ καὶ εἶπε. θυγάτηρ εἰμὶ τῶν Ἑβραίων καὶ ἀποδιδράσκω ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, ὅτι μέλλουσι δίδοσθαι ὑμῖν εἰσ κατάβρωμα. (Septuagint, Liber Iudith 10:12)

    (70인역 성경, 유딧기 10:12)

  • κἂν μὴ θέλω ἀποκρίνασθαι, ἀλλ’ ἐγκαλύπτωμαι καὶ ἀποδιδράσκω, ἐκκαλύψειν μέ φησι προσελθὼν καὶ ἄξειν ἐπὶ τὸ βῆμα καὶ ἀναγκάσειν ἀποκρίνασθαι. (Aeschines, Speeches, , section 554)

    (아이스키네스, 연설, , section 554)

유의어

  1. 도망치다

  2. 도망가다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION