헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παλαίω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παλαίω

형태분석: παλαί (어간) + ω (인칭어미)

어원: pa/lh

  1. 치다, 씨름하다, 싸우다, 두들기다
  1. to wrestle, to wrestle with, beaten

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παλαίω

(나는) 친다

παλαίεις

(너는) 친다

παλαίει

(그는) 친다

쌍수 παλαίετον

(너희 둘은) 친다

παλαίετον

(그 둘은) 친다

복수 παλαίομεν

(우리는) 친다

παλαίετε

(너희는) 친다

παλαίουσιν*

(그들은) 친다

접속법단수 παλαίω

(나는) 치자

παλαίῃς

(너는) 치자

παλαίῃ

(그는) 치자

쌍수 παλαίητον

(너희 둘은) 치자

παλαίητον

(그 둘은) 치자

복수 παλαίωμεν

(우리는) 치자

παλαίητε

(너희는) 치자

παλαίωσιν*

(그들은) 치자

기원법단수 παλαίοιμι

(나는) 치기를 (바라다)

παλαίοις

(너는) 치기를 (바라다)

παλαίοι

(그는) 치기를 (바라다)

쌍수 παλαίοιτον

(너희 둘은) 치기를 (바라다)

παλαιοίτην

(그 둘은) 치기를 (바라다)

복수 παλαίοιμεν

(우리는) 치기를 (바라다)

παλαίοιτε

(너희는) 치기를 (바라다)

παλαίοιεν

(그들은) 치기를 (바라다)

명령법단수 πάλαιε

(너는) 쳐라

παλαιέτω

(그는) 쳐라

쌍수 παλαίετον

(너희 둘은) 쳐라

παλαιέτων

(그 둘은) 쳐라

복수 παλαίετε

(너희는) 쳐라

παλαιόντων, παλαιέτωσαν

(그들은) 쳐라

부정사 παλαίειν

치는 것

분사 남성여성중성
παλαιων

παλαιοντος

παλαιουσα

παλαιουσης

παλαιον

παλαιοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παλαίομαι

(나는) 쳐진다

παλαίει, παλαίῃ

(너는) 쳐진다

παλαίεται

(그는) 쳐진다

쌍수 παλαίεσθον

(너희 둘은) 쳐진다

παλαίεσθον

(그 둘은) 쳐진다

복수 παλαιόμεθα

(우리는) 쳐진다

παλαίεσθε

(너희는) 쳐진다

παλαίονται

(그들은) 쳐진다

접속법단수 παλαίωμαι

(나는) 쳐지자

παλαίῃ

(너는) 쳐지자

παλαίηται

(그는) 쳐지자

쌍수 παλαίησθον

(너희 둘은) 쳐지자

παλαίησθον

(그 둘은) 쳐지자

복수 παλαιώμεθα

(우리는) 쳐지자

παλαίησθε

(너희는) 쳐지자

παλαίωνται

(그들은) 쳐지자

기원법단수 παλαιοίμην

(나는) 쳐지기를 (바라다)

παλαίοιο

(너는) 쳐지기를 (바라다)

παλαίοιτο

(그는) 쳐지기를 (바라다)

쌍수 παλαίοισθον

(너희 둘은) 쳐지기를 (바라다)

παλαιοίσθην

(그 둘은) 쳐지기를 (바라다)

복수 παλαιοίμεθα

(우리는) 쳐지기를 (바라다)

παλαίοισθε

(너희는) 쳐지기를 (바라다)

παλαίοιντο

(그들은) 쳐지기를 (바라다)

명령법단수 παλαίου

(너는) 쳐져라

παλαιέσθω

(그는) 쳐져라

쌍수 παλαίεσθον

(너희 둘은) 쳐져라

παλαιέσθων

(그 둘은) 쳐져라

복수 παλαίεσθε

(너희는) 쳐져라

παλαιέσθων, παλαιέσθωσαν

(그들은) 쳐져라

부정사 παλαίεσθαι

쳐지는 것

분사 남성여성중성
παλαιομενος

παλαιομενου

παλαιομενη

παλαιομενης

παλαιομενον

παλαιομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπάλαιον

(나는) 치고 있었다

ἐπάλαιες

(너는) 치고 있었다

ἐπάλαιεν*

(그는) 치고 있었다

쌍수 ἐπαλαίετον

(너희 둘은) 치고 있었다

ἐπαλαιέτην

(그 둘은) 치고 있었다

복수 ἐπαλαίομεν

(우리는) 치고 있었다

ἐπαλαίετε

(너희는) 치고 있었다

ἐπάλαιον

(그들은) 치고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπαλαιόμην

(나는) 쳐지고 있었다

ἐπαλαίου

(너는) 쳐지고 있었다

ἐπαλαίετο

(그는) 쳐지고 있었다

쌍수 ἐπαλαίεσθον

(너희 둘은) 쳐지고 있었다

ἐπαλαιέσθην

(그 둘은) 쳐지고 있었다

복수 ἐπαλαιόμεθα

(우리는) 쳐지고 있었다

ἐπαλαίεσθε

(너희는) 쳐지고 있었다

ἐπαλαίοντο

(그들은) 쳐지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἶδε δέ, ὅτι οὐ δύναται πρὸσ αὐτόν, καὶ ἥψατο τοῦ πλάτουσ τοῦ μηροῦ αὐτοῦ, καὶ ἐνάρκησε τὸ πλάτοσ τοῦ μηροῦ Ἰακὼβ ἐν τῷ παλαίειν αὐτὸν μετ̓ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Genesis 32:25)

    (70인역 성경, 창세기 32:25)

  • ε καὶ ἰδοὺ δύο δράκοντεσ μεγάλοι ἕτοιμοι προῆλθον ἀμφότεροι παλαίειν, καὶ ἐγένετο αὐτῶν φωνὴ μεγάλη. (Septuagint, Liber Esther 1:5)

    (70인역 성경, 에스테르기 1:5)

  • ὁ δὲ καλὸσ ἡμῖν κἀγαθὸσ νεκροπομπὸσ ὥσπερ τισ ἄλλοσ καὶ αὐτὸσ ἄνω τὸ τῆσ Λήθησ ὕδωρ πεπωκὼσ ἀναστρέψαι πρὸσ ἡμᾶσ ἐπιλέλησται, καὶ ἤτοι παλαίει μετὰ τῶν ἐφήβων ἢ κιθαρίζει ἢ λόγουσ τινὰσ διεξέρχεται ἐπιδεικνύμενοσ τὸν λῆρον τὸν αὑτοῦ, ἢ τάχα που καὶ κλωπεύει ὁ γεννάδασ παρελθών μία γὰρ αὐτοῦ καὶ αὕτη τῶν τεχνῶν. (Lucian, Cataplus, (no name) 1:5)

    (루키아노스, Cataplus, (no name) 1:5)

  • ἀλλ’ εἰ δοκεῖ, εἰσ τὸ σύσκιον ἐκεῖσε ἀπελθόντεσ καθίσωμεν ἐπὶ τῶν θάκων, ὡσ μὴ ἐνοχλοῖεν ἡμῖν οἱ ἐπικεκραγότεσ τοῖσ παλαίουσιν. (Lucian, Anacharsis, (no name) 16:8)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 16:8)

  • ὅσοι δὲ αὐτῶν κάτω συννενευκότεσ παλαίουσιν, καταπίπτειν τε ἀσφαλῶσ μανθάνουσι καὶ ἀνίστασθαι εὐμαρῶσ καὶ ὠθισμοὺσ καὶ περιπλοκὰσ καὶ λυγισμοὺσ καὶ ἄγχεσθαι δύνασθαι καὶ εἰσ ὕψοσ ἀναβαστάσαι τὸν ἀντίπαλον, οὐκ ἀχρεῖα οὐδὲ οὗτοι ἐκμελετῶντεσ, ἀλλὰ ἓν μὲν τὸ πρῶτον καὶ μέγιστον ἀναμφιβόλωσ κτώμενοι· (Lucian, Anacharsis, (no name) 24:6)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 24:6)

  • νῦν δ’ ἐπειδὴ στερρὸν ἤδη τοὐμὸν ἀντικνήμιον, καὶ παλαιῷ Λακρατείδῃ τὸ σκέλοσ βαρύνεται, οἴχεται. (Aristophanes, Acharnians, Parodos, trochees1)

    (아리스토파네스, Acharnians, Parodos, trochees1)

  • ἐν δὲ τῷ ναῷ τῆσ Ἥρασ τῷ παλαιῷ φιάλαι ἀργυραῖ λ’, κρατάνια ἀργυρᾶ β’, χύτροσ ἀργυροῦσ, ἀποθυστάνιον χρυσοῦν, κρατὴρ χρυσοῦσ, Κυρηναίων ἀνάθημα, βατιάκιον ἀργυροῦν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 59 1:6)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 59 1:6)

  • Λυσάνδρου δέ ἐστιν εἰκονικόσ, εὖ μάλα κομῶντοσ ἔθει τῷ παλαιῷ καὶ πώγωνα καθειμένου γενναῖον. (Plutarch, , chapter 1 1:4)

    (플루타르코스, , chapter 1 1:4)

  • χρὴ ψύξεϊ καὶ στύψι, Ῥοδίνῳ, καὶ κισσοῦ χυλῷ· ἢ ἐξατμίζειν ἐσ διαπνοὴν τοῖσι λεπτύνουσι, οἱο͂ν ἑρπύλῳ ἐν ὄξεϊ σὺν τῷ Ῥοδίνῳ· ἢν δὲ νεύρων πόνοσ ἐῄ καὶ ψῦξισ ὅλου, πολλῷ δὲ μᾶλλον ἀκρέων, τῷ καστορίῳ ξὺν ἀνηθίνῳ λιπαίνειν, ἠδὲ τέγγειν τὴν κεφαλὴν καὶ τὸν αὐχένα, καὶ τὴν Ῥάχιν χριειν τῷ αὐτῷ ξὺν λίπαϊ, σικυωνίῳ, ἢ γλευκίνῳ, ἢ παλαιῷ· ξυγχρίειν δὲ καὶ τὼ χεῖρε ἀπὸ τῶν ὤμων, καὶ τὼ πόδε ἀπὸ τῶν βουβώνων. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 112)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 112)

  • Ὅλον δὲ χρὴ τὸν ἄνθρωπον ἐρίοισι εἰλίξαντα καταιονεῖν λίπαϊ σικυωνίῳ, ἢ γλευκίνῳ, ἢ παλαιῷ, ἢ ἰδίῃ ἑκάστῳ, ἢ ξυμπάντεσσι συμμεμιγμένοισι· ἄριστον δὲ κηροῦ μικρὸν ἐντήκειν ἐσ πάχοσ τῶν ἀλειφάτων· . (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 168)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 168)

관련어

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION