ὀχετός?
2군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사: ochetos
고전 발음: [오케또스]
신약 발음: [오캐또스]
기본형:
ὀχετός
ὀχετοῦ
형태분석:
ὀχετ
(어간)
+
ος
(어미)
뜻
- 해협, 수로, 도랑, 채널, 운하, 도관
- a means for carrying water, a water-pipe, a conduit, channel, aqueduct
- streams
- a side channel or means of escape
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- στάσονται δ ἐπὶ περγάμων Τροίας ἀμφί τε τείχη Τρῶες, ὅταν χάλκασπις Ἄρης πόντιος εὐπρῴροιο πλάτας εἰρεσίᾳ πελάζῃ Σιμουντίοις ὀχετοῖς, τὰν τῶν ἐν αἰθέρι δισσῶν Διοσκούρων Ἑλέναν ἐκ Πριάμου κομίσαι θέλων ἐς γᾶν Ἑλλάδα δοριπόνοις ἀσπίσι καὶ λόγχαις Ἀχαιῶν. (Euripides, Iphigenia in Aulis, choral, antistrophe 11)
(에우리피데스, Iphigenia in Aulis, choral, antistrophe 11)
- ὁ μέγας ὄλβος ἅ τ ἀρετὰ μέγα φρονοῦς ἀν Ἑλλάδα καὶ παρὰ Σιμουντίοις ὀχετοῖς πάλιν ἀνῆλθ ἐξ εὐτυχίας Ἀτρείδαις πάλαι παλαιᾶς ἀπὸ συμφορᾶς δόμων, ὁπότε χρυσείας ἔρις ἀρνὸς ἤλυθε Τανταλίδαις, οἰκτρότατα θοινάματα καὶ σφάγια γενναίων τεκέων: (Euripides, choral, strophe 11)
(에우리피데스, choral, strophe 11)
- ἐκ τούτων γὰρ εἰς μὲν τὰ παρακείμενα καὶ πλησίον ἅπαντα διαδίδοταί τις ἰκμάς, εἰς δὲ τὰ πορρωτέρω προσελθεῖν οὐκέτι δύναται, καὶ διὰ τοῦτ ἀναγκάζονται πολλοῖς ὀχετοῖς μικροῖς ἀπὸ τοῦ μεγάλου τετμημένοις εἰς ἕκαστον μέρος τοῦ κήπου τὴν ἐπίρρυσιν τοῦ ὕδατος ἐπιτεχνᾶσθαι: (Galen, On the Natural Faculties., G, section 1523)
(갈레노스, On the Natural Faculties., G, section 1523)
- ἐπῆγεν οὖν θᾶττον, ὠθῶν τοὺς πρὸ αὐτοῦ τῶν ἱππέων δυσοδοῦντας ἐν τοῖς ὀχετοῖς, ὧν ἡ πόλις ἐστὶ μεστή, καὶ κινδυνεύοντας, ἦν δὲ καὶ ἀσάφεια πολλὴ τῶν δρωμένων καὶ παραγγελλομένων ἐν νυκτομαχίᾳ, καὶ πλάναι καὶ διασπασμοὶ περὶ τοὺς στενωπούς, καὶ στρατηγίας οὐδὲν ἔργον ὑπὸ σκότους καὶ βοῆς ἀκρίτου καὶ στενότητος, ἀλλὰ διέτριβον ἄλλως περιμένοντες ἀμφότεροι τὴν ἡμέραν. (Plutarch, chapter 32 3:1)
(플루타르코스, chapter 32 3:1)
- εἰκὸς δ αὐτῶν καὶ τὸ σῶμα, διὰ τὸν ἐνδελεχῆ τῶν ὑγρῶν κατασπασμὸν ἐπὶ τὰς ἀποκαθάρσεις πολύπορον γεγονέναι καὶ τετμῆσθαι καθάπερ ἀνδήροις καὶ ὀχετοῖς: (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 3, 7:1)
(플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 3, 7:1)
유의어
-
streams
- ῥέος (개울, 내)
- λιβάδιον (시내, 개울)
- χρυσορόης (with streams of gold)
- ἀπορρόη (개울, 내, 시내)
- ῥεῦμα (흐름, 개울, 내)
- νασμός (개울, 내, 시내)
- ποταμός (강, 개울, 하천)
- κρούνισμα (a gush or stream)
- χύσις (홍수, 개울, 내)
- λίψ (개울, 내, 시내)
- φῦσα (a stream or jet)
-
a side channel or means of escape