- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ποταμός?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: potamos 고전 발음: [뽀따모] 신약 발음: [뽀따모]

기본형: ποταμός ποταμοῦ

형태분석: ποταμ (어간) + ος (어미)

어원: ΠΟ, Root of some tenses of πίνω

  1. 강, 개울, 하천
  2. 운하, 수로
  1. river, stream
  2. canal

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ποταμός

강이

ποταμώ

강들이

ποταμοί

강들이

속격 ποταμοῦ

강의

ποταμοῖν

강들의

ποταμῶν

강들의

여격 ποταμῷ

강에게

ποταμοῖν

강들에게

ποταμοῖς

강들에게

대격 ποταμόν

강을

ποταμώ

강들을

ποταμούς

강들을

호격 ποταμέ

강아

ποταμώ

강들아

ποταμοί

강들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ποταμὸς δὲ ἐκπορεύεται ἐξ Ἐδὲμ ποτίζειν τὸν παράδεισον. ἐκεῖθεν ἀφορίζεται εἰς τέσσαρας ἀρχάς. (Septuagint, Liber Genesis 2:10)

    (70인역 성경, 창세기 2:10)

  • καὶ ὄνομα τῷ ποταμῷ τῷ δευτέρῳ Γεῶν. οὗτος ὁ κυκλῶν πᾶσαν τὴν γῆν Αἰθιοπίας. (Septuagint, Liber Genesis 2:13)

    (70인역 성경, 창세기 2:13)

  • καὶ ὁ ποταμὸς ὁ τρίτος Τίγρις. οὗτος ὁ προπορευόμενος κατέναντι Ἀσσυρίων. ὁ δὲ ποταμὸς ὁ τέταρτος Εὐφράτης. (Septuagint, Liber Genesis 2:14)

    (70인역 성경, 창세기 2:14)

  • ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ διέθετο Κύριος τῷ Ἅβραμ διαθήκην λέγων. τῷ σπέρματί σου δώσω τὴν γῆν ταύτην, ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ Αἰγύπτου ἕως τοῦ ποταμοῦ τοῦ μεγάλου, ποταμοῦ Εὐφράτου, (Septuagint, Liber Genesis 15:18)

    (70인역 성경, 창세기 15:18)

  • καὶ οἱ ἰχθύες οἱ ἐν τῷ ποταμῷ τελευτήσουσι, καὶ ἐποζέσει ὁ ποταμός, καὶ οὐ δυνήσονται οἱ Αἰγύπτιοι πιεῖν ὕδωρ ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ. (Septuagint, Liber Exodus 7:18)

    (70인역 성경, 탈출기 7:18)

  • καὶ οἱ ἰχθύες οἱ ἐν τῷ ποταμῷ ἐτελεύτησαν, καὶ ἐπώζεσεν ὁ ποταμός, καὶ οὐκ ἠδύναντο οἱ Αἰγύπτιοι πιεῖν ὕδωρ ἐκ τοῦ ποταμοῦ, καὶ ἦν τὸ αἷμα ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτου. (Septuagint, Liber Exodus 7:21)

    (70인역 성경, 탈출기 7:21)

유의어

  1. 운하

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION