헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ποταμός

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ποταμός ποταμοῦ

형태분석: ποταμ (어간) + ος (어미)

어원: PO, Root of some tenses of pi/nw

  1. 강, 개울, 하천
  2. 운하, 수로
  1. river, stream
  2. canal

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ποταμός

강이

ποταμώ

강들이

ποταμοί

강들이

속격 ποταμοῦ

강의

ποταμοῖν

강들의

ποταμῶν

강들의

여격 ποταμῷ

강에게

ποταμοῖν

강들에게

ποταμοῖς

강들에게

대격 ποταμόν

강을

ποταμώ

강들을

ποταμούς

강들을

호격 ποταμέ

강아

ποταμώ

강들아

ποταμοί

강들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐν ἔτει ἐνάτῳ Ὡσηὲ συνέλαβε βασιλεὺσ Ἀσσυρίων τὴν Σαμάρειαν καὶ ἀπῴκισεν Ἰσραὴλ εἰσ Ἀσσυρίουσ καὶ κατῴκισεν αὐτοὺσ ἐν Ἀλαὲ καὶ ἐν Ἀβὼρ ποταμοῖσ Γωζάν, καὶ ὄρη Μήδων. (Septuagint, Liber II Regum 17:6)

    (70인역 성경, 열왕기 하권 17:6)

  • καὶ θήσομαι ἐν θαλάσσῃ χεῖρα αὐτοῦ καὶ ἐν ποταμοῖσ δεξιὰν αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Psalmorum 88:26)

    (70인역 성경, 시편 88:26)

  • ἑτοίμασαι μερίδα, ἅρμοσαι χορδήν, ἑτοίμασαι μερίδα, Ἀμμὼν ἡ κατοικοῦσα ἐν ποταμοῖσ, ὕδωρ κύκλῳ αὐτῆσ, ἧσ ἡ ἀρχὴ θάλασσα καὶ ὕδωρ τὰ τείχη αὐτῆσ, (Septuagint, Prophetia Nahum 3:8)

    (70인역 성경, 나훔서 3:8)

  • μὴ ἐν ποταμοῖσ ὠργίσθησ, Κύριε, ἢ ἐν ποταμοῖσ ὁ θυμόσ σου̣ ἢ ἐν θαλάσσῃ τὸ ὅρμημά σου̣ ὅτι ἐπιβήσῃ ἐπὶ τοὺσ ἵππουσ σου, καὶ ἡ ἱππασία σου σωτηρία. (Septuagint, Prophetia Habacuc 3:8)

    (70인역 성경, 하바쿡서 3:8)

유의어

  1. 운하

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION