ὀχετός
2군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ὀχετός
ὀχετοῦ
형태분석:
ὀχετ
(어간)
+
ος
(어미)
뜻
- 해협, 수로, 도랑, 채널, 운하, 도관
- a means for carrying water, a water-pipe, a conduit, channel, aqueduct
- streams
- a side channel or means of escape
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ὦ δυσπάλαιστον γῆρασ, ὡσ μισῶ σ’ ἔχων, μισῶ δ’ ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντεσ ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν· (Euripides, Suppliants, episode, lyric 1:21)
(에우리피데스, Suppliants, episode, lyric 1:21)
- στάσονται δ’ ἐπὶ περγάμων Τροίασ ἀμφί τε τείχη Τρῶεσ, ὅταν χάλκασπισ Ἄρησ πόντιοσ εὐπρῴροιο πλάτασ εἰρεσίᾳ πελάζῃ Σιμουντίοισ ὀχετοῖσ, τὰν τῶν ἐν αἰθέρι δισσῶν Διοσκούρων Ἑλέναν ἐκ Πριάμου κομίσαι θέλων ἐσ γᾶν Ἑλλάδα δοριπόνοισ ἀσπίσι καὶ λόγχαισ Ἀχαιῶν. (Euripides, Iphigenia in Aulis, choral, antistrophe 11)
(에우리피데스, Iphigenia in Aulis, choral, antistrophe 11)
- ὁ μέγασ ὄλβοσ ἅ τ’ ἀρετὰ μέγα φρονοῦσ’ ἀν’ Ἑλλάδα καὶ παρὰ Σιμουντίοισ ὀχετοῖσ πάλιν ἀνῆλθ’ ἐξ εὐτυχίασ Ἀτρείδαισ πάλαι παλαιᾶσ ἀπὸ συμφορᾶσ δόμων, ὁπότε χρυσείασ ἔρισ ἀρνὸσ ἤλυθε Τανταλίδαισ, οἰκτρότατα θοινάματα καὶ σφάγια γενναίων τεκέων· (Euripides, choral, strophe 11)
(에우리피데스, choral, strophe 11)
- πνεύματοσ ἐπιπολάζον ἐμπλανᾶται καὶ βαρύνει, τὸν μὲν ἄλλον χρόνον εἴθισται καὶ μεμελέτηκεν ἐμμήνοισ ἡμερῶν περιόδοισ ὀχετοὺσ καὶ πόρουσ αὐτῷ τῆσ φύσεωσ ἀναστομούσησ ἀποχεόμενον τὸ μὲν ἄλλο σῶμα κουφίζειν καὶ καθαίρειν, τὴν δ’ ὑστέραν οἱο͂ν ἀρότῳ καὶ σπόρῳ γῆν ἐν φυτοῖσ ὀργῶσαν ἐν καιρῷ παρέχειν. (Plutarch, De amore prolis, section 3 8:1)
(플루타르코스, De amore prolis, section 3 8:1)
- τοὺσ μὲν, ἐμμήνουσ καὶ καθαρσίουσ ἔκλεισεν ὀχετοὺσ ἡ φύσισ, τοῦ δ’ αἵματοσ ἀντιλαμβανομένη φερομένου τροφῇ χρῆται καὶ κατάρδει τὸ βρέφοσ ἤδη συνιστάμενον καὶ διαπλαττόμενον, ἄχρι οὗ τοὺσ προσήκοντασ ἀριθμοὺσ τῇ ἐντὸσ; (Plutarch, De amore prolis, section 3 11:1)
(플루타르코스, De amore prolis, section 3 11:1)
유의어
-
streams
- ῥέος (개울, 내)
- λιβάδιον (시내, 개울)
- χρυσορόης (with streams of gold)
- ἀπορρόη (개울, 내, 시내)
- ῥεῦμα (흐름, 개울, 내)
- νασμός (개울, 내, 시내)
- ποταμός (강, 개울, 하천)
- κρούνισμα (a gush or stream)
- χύσις (홍수, 개울, 내)
- λίψ (개울, 내, 시내)
- φῦσα (a stream or jet)
-
a side channel or means of escape