Ancient Greek-English Dictionary Language

ὀξύς

First/Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὀξύς ὀξεῖα ὀξύ

Structure: ὀξυ (Stem) + ς (Ending)

Etym.: akin to w)ku/s

Sense

  1. sharp, pointed (especially of swords, axes, etc.)
  2. (of the senses): sharp, keen
  3. quick, hasty, swift
  4. sharp, clever

Examples

  • καὶ τὸ μέτωπον ἐσ ὀξὺ ἀπολῆγον εὐπετῶσ πᾶσαν τάξιν πολεμίαν διακόπτειν παρέχει, καὶ τὰσ ἐπιστροφάσ τε καὶ ἀναστροφὰσ ὀξείασ ποιεῖσθαι δίδωσιν. (Arrian, chapter 16 11:1)
  • ἐμπιπλάμενοι γὰρ ὑπὸ τῶν ποιημάτων ἐνθουσιασμοῦ παρὰ τὰσ μάχασ ἠφείδουν ἑαυτῶν ὁ δὲ Στωϊκὸσ λόγοσ ἔχει τι πρὸσ τὰσ μεγάλασ φύσεισ καὶ ὀξείασ ἐπισφαλὲσ καὶ παράβολον, βαθεῖ δὲ καὶ πράῳ κεραννύμενοσ ἤθει μάλιστα εἰσ τὸ οἰκεῖον ἀγαθὸν ἐπιδίδωσιν. (Plutarch, Cleomenes, chapter 2 3:2)
  • οὐ μὴν ἅπασα λέξισ ἡ καθ’ ἓν μόριον λόγου ταττομένη ἐπὶ τῆσ αὐτῆσ λέγεται τάσεωσ, ἀλλ’ ἣ μὲν ἐπὶ τῆσ ὀξείασ, ἣ δ’ ἐπὶ τῆσ βαρείασ, ἣ δ’ ἐπ’ ἀμφοῖν. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1125)
  • ἐφ’ ἑνὸσ φθόγγου μελῳδεῖται, καίτοι τῶν τριῶν λέξεων ἑκάστη βαρείασ τε τάσεισ ἔχει καὶ ὀξείασ. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1134)
  • τῇ μέσῃ συλλαβῇ τὴν τρίτην ὁμότονον ἔχει, ἀμηχάνου ὄντοσ ἓν ὄνομα δύο λαβεῖν ὀξείασ. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1135)

Synonyms

  1. sharp

  2. quick

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION