Ancient Greek-English Dictionary Language

ὀξυβελής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ὀξυβελής ὀξυβελές

Structure: ὀξυβελη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: be/los

Sense

  1. sharp-pointed

Examples

  • "οὐ συνορῶν ὅτι πρὸσ τὸν ἣλιον ἔδει τοῦτο γίγνεσθαι μᾶλλον, ὀξὺν ἀπαντῶντα καὶ πλήκτην ὥσ που καὶ Ἐμπεδοκλῆσ τὴν ἑκατέρων ἀποδίδωσιν οὐκ ἀηδῶσ διαφορὰν ἣλιοσ ὀξυβελὴσ ἠδ’ ἱλάειρα σελήνη; (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 22)
  • αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ κυκλοτερὲσ μέγα τόξον ἔτεινε, λίγξε βιόσ, νευρὴ δὲ μέγ’ ἰάχεν, ἆλτο δ’ ὀϊστὸσ ὀξυβελὴσ καθ’ ὅμιλον ἐπιπτέσθαι μενεαίνων. (Homer, Iliad, Book 4 11:12)

Synonyms

  1. sharp-pointed

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION