- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

νόσος?

2군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: nosos 고전 발음: [노소] 신약 발음: [노소]

기본형: νόσος νόσου

형태분석: νος (어간) + ος (어미)

  1. 질병, 병, 멀미, 질환
  2. 전염병, 역병
  3. 고통, 고난, 불행, 비참
  4. 광기, 악덕, 제정신이 아닌 상태
  1. sickness, disease,
  2. plague
  3. misery, suffering, distress
  4. madness, vice
  5. bane

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 νόσος

질병이

νόσω

질병들이

νόσοι

질병들이

속격 νόσου

질병의

νόσοιν

질병들의

νόσων

질병들의

여격 νόσῳ

질병에게

νόσοιν

질병들에게

νόσοις

질병들에게

대격 νόσον

질병을

νόσω

질병들을

νόσους

질병들을

호격 νόσε

질병아

νόσω

질병들아

νόσοι

질병들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἶπεν. ἐὰν ἀκοῇ ἀκούσῃς τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου καὶ τὰ ἀρεστὰ ἐναντίον αὐτοῦ ποιήσῃς καὶ ἐνωτίσῃ ταῖς ἐντολαῖς αὐτοῦ καὶ φυλάξῃς πάντα τὰ δικαιώματα αὐτοῦ, πᾶσαν νόσον, ἣν ἐπήγαγον τοῖς Αἰγυπτίοις, οὐκ ἐπάξω ἐπὶ σέ. ἐγὼ γάρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου ὁ ἰώμενός σε. (Septuagint, Liber Exodus 15:26)

    (70인역 성경, 탈출기 15:26)

  • καὶ εἶδεν Ἐφραὶμ τὴν νόσον αὐτοῦ καὶ Ἰούδας τὴν ὀδύνην αὐτοῦ, καὶ ἐπορεύθη Ἐφραὶμ πρὸς Ἀσσυρίους καὶ ἀπέστειλε πρέσβεις πρὸς βασιλέα Ἰαρείμ. καὶ αὐτὸς οὐκ ἠδυνάσθη ἰάσασθαι ὑμᾶς, καὶ οὐ μὴ διαπαύσῃ ἐξ ὑμῶν ὀδύνη. (Septuagint, Prophetia Osee 5:13)

    (70인역 성경, 호세아서 5:13)

  • μία μοι ἴσως ἐκείνη ἄγκυρα ἔτι ἄβροχος, ὀδύρεσθαι τὸ γῆρας καὶ τὴν νόσον καὶ μετὰ τούτων τὴν πενίαν πάντα ποιεῖν καὶ πάσχειν ἀναπείθουσαν, ὡς ἐκφύγοι τις αὐτήν: (Lucian, Apologia 23:1)

    (루키아노스, Apologia 23:1)

  • οὐδ᾿ ἂν σβέσειάς ποτε τὸ δίψος, οὐδ᾿ ἢν τὸν Νεῖλον αὐτὸν ἢ τὸν Ἴστρον ὅλον ἐκπιεῖν παράσχῃς, ἀλλα προσεκκαύσεις ἐπάρδων τὴν νόσον, ὥσπερ ἂν εἴ τις ἐλαίῳ πῦρ κατασβεννύοι. (Lucian, Dipsades 7:1)

    (루키아노스, Dipsades 7:1)

  • ἀξιῶ γάρ σε ἀφέμενον τῶν μηδὲν προσηκόντων τὴν ἑτέραν νόσον θεραπεύειν καὶ τοὺς ὑπηρέτας ἐκείνους ὠνεῖσθαι, ὅπως μὴ ἐπιλειπόντων σε τῶν οἴκοθεν μεταστέλλοιό τινας τῶν ἐλευθέρων, οἷς ἀκίνδυνον ἀπελθοῦσιν, ἢν μὴ λάβωσιν ἅπαντα, ἐξαγορεῦσαι τὰ πραχθέντα ὑμῖν μετὰ τὸν πότον, οἱᾶ καὶ πρῴην αἴσχιστα περὶ σοῦ διηγεῖτο ἐξελθὼν ὁ πόρνος, ἔτι καὶ δήγματα ἐπιδεικνύς. (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 25:5)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 25:5)

유의어

  1. 질병

  2. 고통

  3. 광기

  4. bane

관련어

명사

형용사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION