συμφορά̄
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
συμφορά̄
συμφοράς
형태분석:
συμφορ
(어간)
+
ᾱ
(어미)
어원: sumfe/rw III
뜻
- 기여, 수집, 기부, 관세
- 기회, 행사, 충격, 결
- 불운, 불행, 재난, 사고
- 파이팅, 행운, 성공
- a bringing together, collecting, contribution
- an event, circumstance, chance
- mishap, mischance, misfortune
- (rarely in a good sense) good luck, happy issue
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ε πολλάκισ δὲ καὶ πολλοὺσ τῶν ἐπ̓ ἐξουσίαισ τεταγμένων τῶν πιστευθέντων χειρίζειν φίλων τὰ πράγματα παραμυθία μετόχουσ αἱμάτων ἀθώων καταστήσασα, περιέβαλε συμφοραῖσ ἀνηκέστοισ, (Septuagint, Liber Esther 8:17)
(70인역 성경, 에스테르기 8:17)
- διόπερ οὐδέποτε μὲν τὸν ἔλεον αὐτοῦ ἀφ̓ ἡμῶν ἀφίστησι, παιδεύων δὲ μετὰ συμφορᾶσ οὐκ ἐγκαταλείπει τὸν ἑαυτοῦ λαόν. (Septuagint, Liber Maccabees II 6:16)
(70인역 성경, Liber Maccabees II 6:16)
- πάνυ δικαίωσ τὸν πολλαῖσ καὶ ξενιζούσαισ συμφοραῖσ ἑτέρων σπλάγχνα βασανίσαντα. (Septuagint, Liber Maccabees II 9:6)
(70인역 성경, Liber Maccabees II 9:6)
- καὶ τοῦτο ἐγένετο τῷ βίῳ εἰσ ἔνεδρον, ὅτι ἢ συμφορᾷ ἢ τυραννίδι δουλεύσαντεσ ἄνθρωποι τὸ ἀκοινώνητον ὄνομα λίθοισ καὶ ξύλοισ περιέθεσαν. (Septuagint, Liber Sapientiae 14:21)
(70인역 성경, 지혜서 14:21)
- σπεύσασ γὰρ ἀνὴρ ἄμεμπτοσ προεμάχησε τὸ τῆσ ἰδίασ λειτουργίασ ὅπλον, προσευχὴν καὶ θυμιάματοσ ἐξιλασμὸν κομίσασ, ἀντέστη τῷ θυμῷ καὶ πέρασ ἐπέθηκε τῇ συμφορᾷ, δεικνὺσ ὅτι σόσ ἐστι θεράπων. (Septuagint, Liber Sapientiae 18:21)
(70인역 성경, 지혜서 18:21)
- τὰσ δ’ ἡμετέρασ παρασκευὰσ ἀνάλωσεν ὁ πόλεμοσ, καὶ τὴν ἐλπίδα τῶν ζώντων συνέτριψεν ἡ συμφορὰ τῶν ἀποθανόντων. (Demades, On the Twelve Years, 12:2)
(데마데스, On the Twelve Years, 12:2)
- συμφορὰ δ’ ἐσθλόν τ’ ἀμαλδύ‐ νει βαρύτλατοσ μολοῦσα· (Bacchylides, , epinicians, ode 14 1:2)
(바킬리데스, , epinicians, ode 14 1:2)
- τοιάδε τοί μ’ ἀπεῖργε συμφορὰ πέδον Τροίασ ἱκέσθαι σύμμαχόν τέ σοι μολεῖν. (Euripides, Rhesus, episode, iambics 1:6)
(에우리피데스, Rhesus, episode, iambics 1:6)