헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμφόρησις

3군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμφόρησις συμφόρησεως

형태분석: συμφορησι (어간) + ς (어미)

어원: from sumfore/w

  1. a bringing together

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • θνήσκειν μὲν γὰρ παρά τοὺσ ἐμφυλίουσ πολέμουσ, ὅταν τροπὴ γένηται, πλείονασ εἰκόσ ἐστι ι, τῷ μηδέν α ζωγρεῖν, χρῆσθαι γὰρ οὐκ ἔστι τοῖσ ἁλισκομένοισ, ἡ δ’ ἐπὶ τοσοῦτο σωρεία καὶ συμφόρησισ οὐκ ἔχει τὴν αἰτίαν εὐσυλλόγιστον. (Plutarch, Otho, chapter 14 2:1)

    (플루타르코스, Otho, chapter 14 2:1)

  • ἡ γὰρ κοινότησ ἡ ὑπάρχουσα αὐτοῖσ πρὸσ τὰ ἀμετάβολα ἱκανὴ τὸ μέχρι τούτου συντελέσαι, συμφόρησιν δὲ ἐκ τούτων κίνησιν ἐχόντων οὐχ οἱο͂́ν τε γίνεσθαι. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 59:5)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 59:5)

유의어

  1. a bringing together

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION