헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμφορά̄

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμφορά̄ συμφοράς

형태분석: συμφορ (어간) + ᾱ (어미)

어원: sumfe/rw III

  1. 기여, 수집, 기부, 관세
  2. 기회, 행사, 충격, 결
  3. 불운, 불행, 재난, 사고
  4. 파이팅, 행운, 성공
  1. a bringing together, collecting, contribution
  2. an event, circumstance, chance
  3. mishap, mischance, misfortune
  4. (rarely in a good sense) good luck, happy issue

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 συμφορά̄

기여가

συμφορᾱ́

기여들이

συμφοραί

기여들이

속격 συμφορᾶς

기여의

συμφοραῖν

기여들의

συμφορῶν

기여들의

여격 συμφορᾷ

기여에게

συμφοραῖν

기여들에게

συμφοραῖς

기여들에게

대격 συμφορᾱ́ν

기여를

συμφορᾱ́

기여들을

συμφορᾱ́ς

기여들을

호격 συμφορᾱ́

기여야

συμφορᾱ́

기여들아

συμφοραί

기여들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἢ μίσουσ εὐέλπιδα ^ λαμβάνουσα, οἰκτρότερα δὲ καὶ τραγικὰ ἐπάγουσα τὰ τέλη καὶ πολλῶν συμφορῶν ἀνάπλεα. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 10:11)

    (루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 10:11)

  • τὸ μὲν δὴ δεῖπνον ἦν ἀπὸ συμφορῶν. (Lucian, Lexiphanes, (no name) 6:2)

    (루키아노스, Lexiphanes, (no name) 6:2)

  • τελευτῶσα δὲ ἡ μήτηρ αὐτῶν ἠντιβόλει με καὶ ἱκέτευσε συναγαγεῖν αὐτῆσ τὸν πατέρα καὶ τοὺσ φίλουσ, εἰποῦσα ὅτι, εἰ καὶ μὴ πρότερον εἴθισται λέγειν ἐν ἀνδράσι, τὸ μέγεθοσ αὐτὴν ἀναγκάσει τῶν συμφορῶν περὶ τῶν σφετέρων κακῶν δηλῶσαι πάντα πρὸσ ἡμᾶσ. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 25 3:11)

    (디오니시오스, chapter 25 3:11)

  • ἀξιῶ τοίνυν, ὦ ἄνδρεσ δικασταί, τῷ λογισμῷ προσέχειν τὸν νοῦν, ἵνα τοὺσ μὲν νεανίσκουσ διὰ τὸ μέγεθοσ τῶν συμφορῶν ἐλεήσητε, τοῦτον δ’ ἅπασι τοῖσ πολίταισ ἄξιον ὀργῆσ ἡγήσησθε. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 271)

    (디오니시오스, chapter 271)

  • γέρασ δὲ τῆσ πικρᾶσ ταύτησ αὐτοῖσ περιόδου τὸ φορτικὸν ἐκεῖνο δεῖπνον καὶ πολλῶν αἴτιον συμφορῶν, ἐν ᾧ πόσα μὲν ἐμφαγόντεσ, πόσα δὲ παρὰ γνώμην ἐμπιόντεσ, πόσα δὲ ὧν οὐκ ἐχρῆν ἀπολαλήσαντεσ ἢ μεμφόμενοι ‐’· (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 22:2)

    (루키아노스, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 22:2)

유의어

  1. 기여

  2. 기회

  3. 불운

  4. 파이팅

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION