헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμφορά̄

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμφορά̄ συμφοράς

형태분석: συμφορ (어간) + ᾱ (어미)

어원: sumfe/rw III

  1. 기여, 수집, 기부, 관세
  2. 기회, 행사, 충격, 결
  3. 불운, 불행, 재난, 사고
  4. 파이팅, 행운, 성공
  1. a bringing together, collecting, contribution
  2. an event, circumstance, chance
  3. mishap, mischance, misfortune
  4. (rarely in a good sense) good luck, happy issue

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 συμφορά̄

기여가

συμφορᾱ́

기여들이

συμφοραί

기여들이

속격 συμφορᾶς

기여의

συμφοραῖν

기여들의

συμφορῶν

기여들의

여격 συμφορᾷ

기여에게

συμφοραῖν

기여들에게

συμφοραῖς

기여들에게

대격 συμφορᾱ́ν

기여를

συμφορᾱ́

기여들을

συμφορᾱ́ς

기여들을

호격 συμφορᾱ́

기여야

συμφορᾱ́

기여들아

συμφοραί

기여들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔδοξε γὰρ ἐκεῖνον συλλαβὼν τούτοισ ἐργάσασθαι συμφοράν. (Septuagint, Liber Maccabees II 14:40)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 14:40)

  • χρόνῳ δὲ ὕστερον Νέανθον τὸν τοῦ Πιττακοῦ τοῦ τυράννου ταῦτα ὑπὲρ τῆσ λύρασ πυνθανόμενον, ὡσ ἐκήλει μὲν θηρία καὶ φυτὰ καὶ λίθουσ, ἐμελῴδει δὲ καὶ μετὰ τὴν τοῦ Ὀρφέωσ συμφορὰν μηδενὸσ ἁπτομένου, εἰσ ἔρωτα τοῦ κτήματοσ ἐμπεσεῖν καὶ διαφθείραντα τὸν ἱερέα μεγάλοισ χρήμασι πεῖσαι ὑποθέντα ἑτέραν ὁμοίαν λύραν δοῦναι αὐτῷ τὴν τοῦ Ὀρφέωσ. (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 11:3)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 11:3)

  • "ἐπεὶ δ’ οὖν ἐδέδετο, οἱ Χριστιανοὶ συμφορὰν ποιούμενοι τὸ πρᾶγμα πάντα ἐκίνουν ἐξαρπάσαι πειρώμενοι αὐτόν. (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 9:14)

    (루키아노스, De morte Peregrini, (no name) 9:14)

  • καὶ ὃ μάλιστα ἠνίασέ με, ὅτι καὶ ὀνειδίζων ἐμοὶ τὴν συμφοράν, Οὐδὲ ὁ πατήρ, φησίν, ὁ Ποσειδῶν ἰάσεταί σε. (Lucian, Dialogi Marini, cyclops and poseidwn, chapter 4 1:2)

    (루키아노스, Dialogi Marini, cyclops and poseidwn, chapter 4 1:2)

  • ἐπεὶ δὲ τὴν μὲν ἀνῄρηκε καὶ πέπρακε καὶ αἰσχρῶσ καὶ κακῶσ διολώλεκεν, ὡσ οὐκ ἂν ἐβουλόμην, πιστεύων δ’ ἑταιρίαισ καὶ λόγων παρασκευαῖσ ἐπὶ τὴν ἐμὴν ἐλήλυθεν, ἀνάγκη, ὡσ ἐοίκε, συμφορὰν μὲν εἶναι νομίζειν, ὅτι τοιοῦτόσ ἐστιν οἰκεῖοσ ὤν, ἀπολογεῖσθαι δὲ περὶ ὧν ἐγκέκληκε καὶ ἔξω με τοῦ πράγματοσ διαβέβληκεν ὡσ ἂν οὖν δυνώμεθα προθυμότατα πρὸσ ὑμᾶσ. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 8 1:2)

    (디오니시오스, chapter 8 1:2)

유의어

  1. 기여

  2. 기회

  3. 불운

  4. 파이팅

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION