νεκρός
2군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
νεκρός
νεκροῦ
형태분석:
νεκρ
(어간)
+
ος
(어미)
뜻
- 시체, 사체, 유해
- a dead body, corpse
- one who is dead (in plural: the dead)
- dying person
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- φαρμακὸσ ἐπαείδων ἐπαοιδήν, ἐγγαστρίμυθοσ καὶ τερατοσκόποσ, ἐπερωτῶν τοὺσ νεκρούσ. (Septuagint, Liber Deuteronomii 18:11)
(70인역 성경, 신명기 18:11)
- καὶ ἐγενήθη τῇ ἐπαύριον ἔρχονται οἱ ἀλλόφυλοι ἐκδιδύσκειν τοὺσ νεκροὺσ καὶ εὑρίσκουσι τὸν Σαοὺλ καὶ τοὺσ τρεῖσ υἱοὺσ αὐτοῦ πεπτωκότασ ἐπὶ τὰ ὄρη Γελβουέ. (Septuagint, Liber I Samuelis 31:8)
(70인역 성경, 사무엘기 상권 31:8)
- καὶ οἱ πλησίον ἐπεγέλων λέγοντεσ. οὐκ ἔτι φοβεῖται φονευθῆναι περὶ τοῦ πράγματοσ τούτου, καὶ ἀπέδρα, καὶ ἰδοὺ πάλιν θάπτει τοὺσ νεκρούσ. (Septuagint, Liber Thobis 2:8)
(70인역 성경, 토빗기 2:8)
- καὶ νῦν ὅτι προσηύξω σὺ καὶ ἡ νύμφη σου Σάρρα, ἐγὼ προσήγαγον τὸ μνημόσυνον τῆσ προσευχῆσ ὑμῶν ἐνώπιον τοῦ ἁγίου. καὶ ὅτε ἔθαπτεσ τοὺσ νεκρούσ, ὡσαύτωσ συμπαρήγμην σοι. (Septuagint, Liber Thobis 12:12)
(70인역 성경, 토빗기 12:12)
- ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸσ τὴν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰσ γῆν τὴν ζωήν μου, ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖσ ὡσ νεκροὺσ αἰῶνοσ. (Septuagint, Liber Psalmorum 142:3)
(70인역 성경, 시편 142:3)
유의어
-
시체
- ἀλίβας (시체, 사체, 유해)
- σῶμα (시체, 사체)
- νέκυς (시체, 사체, 죽은 사람)
- πτῶμα (시체, 사체, 유해)
- φόνος (시체, 사체)
- μόρος (시체, 사체)
- θάνατος (시체, 사체)
-
one who is dead
-
dying person