- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ναύτης?

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: nautēs 고전 발음: [떼:] 신약 발음: []

기본형: ναύτης ναύτου

형태분석: ναυτ (어간) + ης (어미)

어원: ναῦς

  1. 뱃사람, 선원, 사공
  1. sailor, seaman
  2. companion at sea

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ναύτης

뱃사람이

ναύτα

뱃사람들이

ναῦται

뱃사람들이

속격 ναύτου

뱃사람의

ναύταιν

뱃사람들의

ναυτῶν

뱃사람들의

여격 ναύτῃ

뱃사람에게

ναύταιν

뱃사람들에게

ναύταις

뱃사람들에게

대격 ναύτην

뱃사람을

ναύτα

뱃사람들을

ναύτας

뱃사람들을

호격 ναῦτα

뱃사람아

ναύτα

뱃사람들아

ναῦται

뱃사람들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀναζητοῦντος γοῦν ἐμοῦ καὶ διαπυνθανομένου, πότε δὴ ἐπὶ τὰς αἰγείρους ἀφιξόμεθα τὰς τὸ ἤλεκτρον, ἐγέλων οἱ ναῦται καὶ ἠξίουν σαφέστερον λέγειν ὅ τι καὶ θέλοιμι: (Lucian, Electrum, (no name) 2:3)

    (루키아노스, Electrum, (no name) 2:3)

  • καὶ πόθεν σὺ ἔχεις τι τῶν ἐκείνου εἰδέναι, ναύτης ἀεὶ καὶ πρόσκωπος ὤν· (Lucian, Contemplantes, (no name) 7:11)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 7:11)

  • Καὶ μὴν ἐγὼ μὲν ἡ ἀκράτως λευκὴ ὅμως ἐραστὴν ἔχω κἂν τοῦτον, ὑμῶν δὲ οὐκ ἔστιν ἥντινα ἢ ποιμὴν ἢ ναύτης ἢ πορθμεὺς ἐπαινεῖ: (Lucian, Dialogi Marini, doris and galataea, chapter 3 1:2)

    (루키아노스, Dialogi Marini, doris and galataea, chapter 3 1:2)

  • Εὖ γε, ὦ Δελφῖνες, ὅτι ἀεὶ φιλάνθρωποί ἐστε, καὶ πάλαι μὲν τὸ τῆς Ἰνοῦς παιδίον ἐπὶ τὸν Ἰσθμὸν ἐκομίσατε ὑποδεξάμενοι ἀπὸ τῶν Σκειρωνίδων μετὰ τῆς μητρὸς ἐμπεσόν, καὶ νῦν σὺ τὸν κιθαρῳδὸν τουτονὶ τὸν ἐκ Μηθύμνης ἀναλαβὼν ἐξενήξω ἐς Ταίναρον αὐτῇ σκευῇ καὶ κιθάρᾳ, οὐδὲ περιεῖδες κακῶς ὑπὸ τῶν ναυτῶν ἀπολλύμενον. (Lucian, Dialogi Marini, poseidon and the dolphins, chapter 11)

    (루키아노스, Dialogi Marini, poseidon and the dolphins, chapter 11)

  • Ὁ Περίανδρος, οἶμαι, ἔχαιρεν αὐτῷ καὶ πολλάκις μετεπέμπετο αὐτὸν ἐπὶ τῇ τέχνῃ, ὁ δὲ πλουτήσας παρὰ τοῦ τυράννου ἐπεθύμησε πλεύσας οἴκαδε ἐς τὴν Μήθυμναν ἐπιδείξασθαι τὸν πλοῦτον, καὶ ἐπιβὰς πορθμείου τινὸς κακούργων ἀνδρῶν ὡς ἔδειξε πολὺν ἄγων χρυσόν τε καὶ ἄργυρον, ἐπεὶ κατὰ μέσον τὸ Αἰγαῖον ἐγένοντο, ἐπιβουλεύουσιν αὐτῷ οἱ ναῦται: (Lucian, Dialogi Marini, poseidon and the dolphins, chapter 21)

    (루키아노스, Dialogi Marini, poseidon and the dolphins, chapter 21)

  • νεώς τε ναύτης ἥσυχος, καιρῷ σοφός. (Euripides, Suppliants, episode 4:7)

    (에우리피데스, Suppliants, episode 4:7)

  • πέντε ἴσως δραχμῶν, ὦ Δωρίων, πάντα ταῦτα ὦ Μυρτάλη, ὅσα ναύτης ἄνθρωπος ἐδυνάμην μισθοῦ ἐπιπλέων. (Lucian, Dialogi meretricii, 2:12)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 2:12)

  • ἁλιεύς τις ἐμοὶ γένοιτο ἢ ναύτης ἢ γεωργὸς ἰσότιμος κολακεύειν εἰδὼς μικρὰ καὶ κομίζων πολλά, οἱ δὲ τοὺς λόφους ἐπισείοντες οὗτοι καὶ τὰς μάχας διηγούμενοι, ψόφοι, ὦ Παρθενί. (Lucian, Dialogi meretricii, 3:5)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 3:5)

유의어

  1. 뱃사람

  2. companion at sea

관련어

명사

형용사

동사

부사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION