헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μοχθηρός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μοχθηρός μοχθηρή μοχθηρόν

형태분석: μοχθηρ (어간) + ος (어미)

어원: voc. mo/xqhre, not moxqhre/

  1. 가련한, 불행한, 비참한, 악한, 불쌍한, 비열한
  2. 보잘것없은, 쓸모없는, 하찮은, 가치 없는, 몹쓸, 가치없는
  3. 사악한, 시꺼먼, 불경스러운, 아주 나쁜
  1. suffering hardship, in sore distress, miserable, wretched, hardships
  2. in a bad state, in sorry plight, worthless, a, plight
  3. wicked, knavish, rascally

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 μοχθηρός

가련한 (이)가

μοχθηρᾱ́

가련한 (이)가

μοχθηρόν

가련한 (것)가

속격 μοχθηροῦ

가련한 (이)의

μοχθηρᾶς

가련한 (이)의

μοχθηροῦ

가련한 (것)의

여격 μοχθηρῷ

가련한 (이)에게

μοχθηρᾷ

가련한 (이)에게

μοχθηρῷ

가련한 (것)에게

대격 μοχθηρόν

가련한 (이)를

μοχθηρᾱ́ν

가련한 (이)를

μοχθηρόν

가련한 (것)를

호격 μοχθηρέ

가련한 (이)야

μοχθηρᾱ́

가련한 (이)야

μοχθηρόν

가련한 (것)야

쌍수주/대/호 μοχθηρώ

가련한 (이)들이

μοχθηρᾱ́

가련한 (이)들이

μοχθηρώ

가련한 (것)들이

속/여 μοχθηροῖν

가련한 (이)들의

μοχθηραῖν

가련한 (이)들의

μοχθηροῖν

가련한 (것)들의

복수주격 μοχθηροί

가련한 (이)들이

μοχθηραί

가련한 (이)들이

μοχθηρά

가련한 (것)들이

속격 μοχθηρῶν

가련한 (이)들의

μοχθηρῶν

가련한 (이)들의

μοχθηρῶν

가련한 (것)들의

여격 μοχθηροῖς

가련한 (이)들에게

μοχθηραῖς

가련한 (이)들에게

μοχθηροῖς

가련한 (것)들에게

대격 μοχθηρούς

가련한 (이)들을

μοχθηρᾱ́ς

가련한 (이)들을

μοχθηρά

가련한 (것)들을

호격 μοχθηροί

가련한 (이)들아

μοχθηραί

가련한 (이)들아

μοχθηρά

가련한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μοχθηρᾶσ διαίτησ ἄθηλοσ ἵππῳ πῶλοσ ὣσ ἅμα τρέχει πᾶσα τρυφὴ καὶ πολυτέλεια. (Plutarch, De esu carnium II, section 2 10:1)

    (플루타르코스, De esu carnium II, section 2 10:1)

  • ἐπεὶ δὲ ἧκεν ὁ Τηρίβαζοσ, ἧκε δὲ καὶ ὁ υἱὸσ αὐτοῦ τοὺσ Καδουσίουσ ἄγοντεσ, ἐγένοντο δὲ σπονδαὶ πρὸσ ἀμφοτέρουσ καὶ εἰρήνη, μέγασ ὢν ὁ Τηρίβαζοσ ἤδη καὶ λαμπρὸσ ἀνεζεύγνυε μετὰ τοῦ βασιλέωσ, ἐπιδεικνυμένου πᾶσαν τήν δειλίαν καὶ τήν μαλακίαν οὐ τρυφῆσ καὶ πολυτελείασ, ὥσπερ οἱ πολλοὶ νομίζουσιν, ἔκγονον οὖσαν, ἀλλὰ μοχθηρᾶσ φύσεωσ καὶ ἀγεννοῦσ καὶ δόξαισ πονηραῖσ ἑπομένησ, οὔτε γὰρ χρυσὸσ οὔτε κάνδυσ οὔτε ὁ τῶν μυρίων καὶ δισχιλίων ταλάντων περικείμενοσ ἀεὶ τῷ βασιλέωσ σώματι κόσμοσ ἐκεῖνον ἀπεκώλυε πονεῖν καὶ ταλαιπωρεῖν, ὥσπερ οἱ τυχόντεσ, ἀλλὰ τήν τε φαρέτραν ἐνημμένοσ καὶ τήν πέλτην φέρων αὐτὸσ ἐβάδιζε πρῶτοσ ὁδοὺσ ὀρεινὰσ καὶ προσάντεισ, ἀπολιπὼν τὸν ἵππον, ὥστε τοὺσ ἄλλουσ πτεροῦσθαι καὶ συνεπικουφίζεσθαι τήν ἐκείνου προθυμίαν καὶ ῥώμην ὁρῶντασ· (Plutarch, Artaxerxes, chapter 24 5:1)

    (플루타르코스, Artaxerxes, chapter 24 5:1)

  • ταῦτα γὰρ ἅπαντ’ ἐστὶν ἐφ’ ὑμῖν νῦν, καὶ πεντακόσιοι καὶ χίλιοι ὄντεσ τὴν ἁπάσησ τῆσ πόλεωσ σωτηρίαν ἐν ταῖσ χερσὶν ἔχετε, καὶ ἡ τήμερον ἡμέρα καὶ ἡ ὑμετέρα ψῆφοσ πολλὴν ἀσφάλειαν τῇ πόλει καταστήσει τὰ δίκαια ὑμῶν ἐθελόντων κρίνειν, ἢ μοχθηρὰσ ἐλπίδασ ποιήσετε πάντασ ἔχειν τοιαῦθ’ ὑμῶν ἔθη καθιστάντων. (Dinarchus, Speeches, 129:2)

    (디나르코스, 연설, 129:2)

  • "ἔτι δὲ Δημόκριτοσ, εὐχόμενοσ εὐλόγχων εἰδώλων τυγχάνειν, δῆλοσ ἦν ἕτερα δυστράπελα καὶ μοχθηρὰσ γιγνώσκων ἔχοντα προαιρέσεισ τινὰσ καὶ ὁρμάσ. (Plutarch, De defectu oraculorum, section 17 1:1)

    (플루타르코스, De defectu oraculorum, section 17 1:1)

  • ἀλλοιοῦν γὰρ δήπου καὶ μεταβάλλειν οἱοῖ́ τ’ ἐσ μὲν καὶ τρέπειν ἐπὶ τὸ βέλτιον ἀεὶ τὰσ μοχθηρὰσ καταστάσεισ τοῦ σώματοσ. (Galen, On the Natural Faculties., B, section 842)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., B, section 842)

유의어

  1. 가련한

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION