Ancient Greek-English Dictionary Language

μελάνω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: μελάνω

Structure: μελάν (Stem) + ω (Ending)

Etym.: me/las

Sense

  1. to grow black

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μελάνω μελάνεις μελάνει
Dual μελάνετον μελάνετον
Plural μελάνομεν μελάνετε μελάνουσιν*
SubjunctiveSingular μελάνω μελάνῃς μελάνῃ
Dual μελάνητον μελάνητον
Plural μελάνωμεν μελάνητε μελάνωσιν*
OptativeSingular μελάνοιμι μελάνοις μελάνοι
Dual μελάνοιτον μελανοίτην
Plural μελάνοιμεν μελάνοιτε μελάνοιεν
ImperativeSingular μέλανε μελανέτω
Dual μελάνετον μελανέτων
Plural μελάνετε μελανόντων, μελανέτωσαν
Infinitive μελάνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μελανων μελανοντος μελανουσα μελανουσης μελανον μελανοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μελάνομαι μελάνει, μελάνῃ μελάνεται
Dual μελάνεσθον μελάνεσθον
Plural μελανόμεθα μελάνεσθε μελάνονται
SubjunctiveSingular μελάνωμαι μελάνῃ μελάνηται
Dual μελάνησθον μελάνησθον
Plural μελανώμεθα μελάνησθε μελάνωνται
OptativeSingular μελανοίμην μελάνοιο μελάνοιτο
Dual μελάνοισθον μελανοίσθην
Plural μελανοίμεθα μελάνοισθε μελάνοιντο
ImperativeSingular μελάνου μελανέσθω
Dual μελάνεσθον μελανέσθων
Plural μελάνεσθε μελανέσθων, μελανέσθωσαν
Infinitive μελάνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μελανομενος μελανομενου μελανομενη μελανομενης μελανομενον μελανομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to grow black

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION