Ancient Greek-English Dictionary Language

λοίσθιος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λοίσθιος λοίσθιον

Structure: λοισθι (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. last

Examples

  • ὅπωσ Ἀχαι‐ ῶν δίθρονον κράτοσ, Ἑλλάδοσ ἥβασ ξύμφρονα ταγάν, πέμπει σὺν δορὶ καὶ χερὶ πράκτορι θούριοσ ὄρνισ Τευκρίδ’ ἐπ’ αἰᾶν, οἰωνῶν βασιλεὺσ βασιλεῦσι νε‐ ῶν ὁ κελαινόσ, ὅ τ’ ἐξόπιν ἀργᾶσ, φανέντεσ ἴ‐ κταρ μελάθρων χερὸσ ἐκ δοριπάλτου παμπρέπτοισ ἐν ἕδραισιν, βοσκόμενοι λαγίναν, ἐρικύμονα φέρματι γένναν, βλαβέντα λοισθίων δρόμων. (Aeschylus, Agamemnon, choral, strophe 13)

Synonyms

  1. last

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION