Ancient Greek-English Dictionary Language

λελογισμένως

Adjective; Transliteration:

Principal Part: λελογισμένως

Sense

  1. according to calculation

Examples

  • κἀγώ τ’ ἀμείνων πρὸσ φίλον γενήσομαι, στρατόσ τ’ ἂν οὐ μέμψαιτό μ’, εἰ τὰ πράγματα λελογισμένωσ πράσσοιμι μᾶλλον ἢ σθένει. (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode, dialogue 3:27)
  • ὅτι δ’ ὀρθῶσ ὁ Οὐίνδιξ καὶ λελογισμένωσ ἐξεκαλεῖτο τὸν Γάλβαν ἐπὶ τὴν ἡγεμονίαν, ἐπιστώσατο μάρτυρι τῷ Νέρωνι. (Plutarch, Galba, chapter 5 3:1)
  • οἱ δὲ δὴ Ἰνδοὶ τρόπῳ τοιούτῳ καὶ ζεύξι τοιαύτῃ χρεώμενοι ἐλαύνουσι ἐπὶ τὸν χρυσὸν λελογισμένωσ ὅκωσ καυμάτων τῶν θερμοτάτων ἐόντων ἔσονται ἐν τῇ ἁρπαγῇ· (Herodotus, The Histories, book 3, chapter 104 2:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION