κοσμέω
ε 축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
κοσμέω
형태분석:
κοσμέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 지다, 명령하다, 하다, 마련하다, 심다, 배열하다, 준비하다
- 준비하다, 마련하다, 하다
- 지배하다, 통치하다, 명령하다, 다스리다, 관리하다, 지시하다, 군림하다
- 꾸미다, 장식하다, 제공하다, 옷 입히다, 옷을 입히다, 갖추다, 채비하다
- 꾸미다, 장식하다, 윤색하다
- to order, arrange, to set, in array, marshal, having arranged his
- to arrange, prepare
- to dispose, order, rule, govern, orderly institutions, set order
- to be Cosmos, rule as such
- to deck, adorn, equip, furnish, dress, to adorn their
- to adorn, embellish
- to honour, pay honour to
- to be assigned or ascribed to
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- νείμασ δὲ τούτων τὸ μέροσ ἑκάστῳ τῶν ἡγεμόνων ἐκέλευσεν αὐτοὺσ τούτοισ κοσμεῖν τοὺσ αὑτῶν φίλουσ, ὥσπερ, ἔφη, ἐγὼ ὑμᾶσ κοσμῶ. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 3 4:2)
(크세노폰, Cyropaedia, , chapter 3 4:2)
- ὁ δέ, "οὐ μᾶλλον," εἶπεν, "ἢ ἐγὼ ταύτην κοσμῶ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, B, Kef. ia'. STILPWN 2:8)
(디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, B, Kef. ia'. STILPWN 2:8)
- καὶ διαναστᾶσα ἐκοσμήθη τῷ ἱματισμῷ καὶ παντὶ τῷ κόσμῳ τῷ γυναικείῳ, καὶ προσῆλθεν ἡ δούλη αὐτῆσ καὶ ἔστρωσεν αὐτῇ κατέναντι Ὀλοφέρνου χαμαὶ τὰ κώδια, ἃ ἔλαβε παρὰ Βαγώου εἰσ τὴν καθημερινὴν δίαιταν αὐτῆσ, εἰσ τὸ ἐσθίειν κατακλινομένην ἐπ̓ αὐτῶν. (Septuagint, Liber Iudith 12:15)
(70인역 성경, 유딧기 12:15)
- ἥλιοσ ἀνατέλλων ἐν ὑψίστοισ Κυρίου καὶ κάλλοσ ἀγαθῆσ γυναικὸσ ἐν κόσμῳ οἰκίασ αὐτῆσ. (Septuagint, Liber Sirach 26:16)
(70인역 성경, Liber Sirach 26:16)
- σφραγὶσ ἄνθρακοσ ἐπὶ κόσμῳ χρυσῷ, σύγκριμα μουσικῶν ἐν συμποσίῳ οἴνου. (Septuagint, Liber Sirach 32:5)
(70인역 성경, Liber Sirach 32:5)
- καὶ εὐφροσύνῃ εὐφρανθήσονται ἐπὶ Κύριον. ‐̓Αγαλλιάσθω ἡ ψυχή μου ἐπὶ τῷ Κυρίῳ. ἐνέδυσε γάρ με ἱμάτιον σωτηρίου καὶ χιτῶνα εὐφροσύνησ, ὡσ νυμφίῳ περιέθηκέ μοι μίτραν καὶ ὡσ νύμφην κατεκόσμησέ με κόσμῳ. (Septuagint, Liber Isaiae 61:10)
(70인역 성경, 이사야서 61:10)
- καὶ σὺ τί ποιήσεισ, ἐὰν περιβάλῃ κόκκινον καὶ κοσμήσῃ κόσμῳ χρυσῷ, ἐὰν ἐγχρίσῃ στίβι τοὺσ ὀφθαλμούσ σου̣ εἰ μάταιον ὡραϊσμόσ σου. ἀπώσαντό σε οἱ ἐρασταί σου, τὴν ψυχήν σου ζητοῦσιν. (Septuagint, Liber Ieremiae 4:30)
(70인역 성경, 예레미야서 4:30)
유의어
-
지다
-
준비하다
-
꾸미다
-
꾸미다
-
to honour
-
to be assigned or ascribed to