헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κοινωνικός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κοινωνικός κοινωνική κοινωνικόν

형태분석: κοινωνικ (어간) + ος (어미)

어원: from koinwno/s

  1. 사회적
  1. held in common, social
  2. giving a share, of

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 κοινωνικός

사회적 (이)가

κοινωνική

사회적 (이)가

κοινωνικόν

사회적 (것)가

속격 κοινωνικοῦ

사회적 (이)의

κοινωνικῆς

사회적 (이)의

κοινωνικοῦ

사회적 (것)의

여격 κοινωνικῷ

사회적 (이)에게

κοινωνικῇ

사회적 (이)에게

κοινωνικῷ

사회적 (것)에게

대격 κοινωνικόν

사회적 (이)를

κοινωνικήν

사회적 (이)를

κοινωνικόν

사회적 (것)를

호격 κοινωνικέ

사회적 (이)야

κοινωνική

사회적 (이)야

κοινωνικόν

사회적 (것)야

쌍수주/대/호 κοινωνικώ

사회적 (이)들이

κοινωνικᾱ́

사회적 (이)들이

κοινωνικώ

사회적 (것)들이

속/여 κοινωνικοῖν

사회적 (이)들의

κοινωνικαῖν

사회적 (이)들의

κοινωνικοῖν

사회적 (것)들의

복수주격 κοινωνικοί

사회적 (이)들이

κοινωνικαί

사회적 (이)들이

κοινωνικά

사회적 (것)들이

속격 κοινωνικῶν

사회적 (이)들의

κοινωνικῶν

사회적 (이)들의

κοινωνικῶν

사회적 (것)들의

여격 κοινωνικοῖς

사회적 (이)들에게

κοινωνικαῖς

사회적 (이)들에게

κοινωνικοῖς

사회적 (것)들에게

대격 κοινωνικούς

사회적 (이)들을

κοινωνικᾱ́ς

사회적 (이)들을

κοινωνικά

사회적 (것)들을

호격 κοινωνικοί

사회적 (이)들아

κοινωνικαί

사회적 (이)들아

κοινωνικά

사회적 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅτι Ὅμηροσ ὁρῶν τὴν σωφροσύνην οἰκειοτάτην ἀρετὴν οὖσαν τοῖσ νέοισ καὶ πρώτην, ἔτι δὲ ἁρμόττουσαν καὶ πάντων τῶν καλῶν χορηγὸν οὖσαν, βουλόμενοσ ἐμφῦσαι πάλιν αὐτὴν ἀπ’ ἀρχῆσ καὶ ἐφεξῆσ ἵνα τὴν σχολὴν καὶ τὸν ζῆλον ἐν τοῖσ καλοῖσ ἔργοισ ἀναλίσκωσι καὶ ὦσιν εὐεργετικοὶ καὶ κοινωνικοὶ πρὸσ ἀλλήλουσ, εὐτελῆ κατεσκεύασε πᾶσι τὸν βίον καὶ αὐτάρκη, λογιζόμενοσ τὰσ ἐπιθυμίασ καὶ τὰσ ἡδονὰσ ἰσχυροτάτασ γίνεσθαι καὶ πρώτασ ἔτι τε καὶ ἐμφύτουσ τὰσ περὶ ἐδωδὴν καὶ πόσιν, τοὺσ δὲ διαμεμενηκότασ ἐν εὐτελείᾳ εὐτάκτουσ καὶ περὶ τὸν ἄλλον βίον γίνεσθαι ἐγκρατεῖσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 151)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 151)

  • Ἐπινοεῖ καὶ Ἐπίκουροσ ὅτι φύσει ἐσμὲν κοινωνικοί, ἀλλ’ ἅπαξ ἐν τῷ κελύφει θεὶσ τὸ ἀγαθὸν ἡμῶν οὐκέτι δύναται ἄλλο οὐδὲν εἰπεῖν. (Epictetus, Works, book 1, 1:1)

    (에픽테토스, Works, book 1, 1:1)

  • πρὸσ γὰρ τοὺσ Συνεπικουρείουσ ἔδει σε ταῦτα λέγειν, οὐχὶ δὲ πρὸσ ἐκείνουσ ἀποκρύπτεσθαι, πολὺ μάλιστ’ ἐκείνουσ πρὸ πάντων ἀναπείθειν, ὅτι φύσει κοινωνικοὶ γεγόναμεν, ὅτι ἀγαθὸν ἡ ἐγκράτεια, ἵνα σοι πάντα τηρῆται; (Epictetus, Works, book 2, 13:1)

    (에픽테토스, Works, book 2, 13:1)

  • καὶ γὰρ φιλόπονοι καὶ αὐτουργοὶ καὶ οἰκονομικοὶ καὶ εὔποροι καὶ πρᾷοι καὶ ἐπιπληκτικοὶ καὶ κοινωνικοί. (Epictetus, Works, gnomologium epicteteum e( stobaei libris 1-2) 6:6)

    (에픽테토스, Works, gnomologium epicteteum e( stobaei libris 1-2) 6:6)

유의어

  1. giving a share

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION