- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κλαίω?

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: klaiō 고전 발음: [오:] 신약 발음: [래오]

기본형: κλαίω

형태분석: κλαί (어간) + ω (인칭어미)

  1. 울다, 부르다, 눈물을 흘리다
  1. cry, weep

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κλαίω

(나는) 운다

κλαίεις

(너는) 운다

κλαίει

(그는) 운다

쌍수 κλαίετον

(너희 둘은) 운다

κλαίετον

(그 둘은) 운다

복수 κλαίομεν

(우리는) 운다

κλαίετε

(너희는) 운다

κλαίουσι(ν)

(그들은) 운다

접속법단수 κλαίω

(나는) 울자

κλαίῃς

(너는) 울자

κλαίῃ

(그는) 울자

쌍수 κλαίητον

(너희 둘은) 울자

κλαίητον

(그 둘은) 울자

복수 κλαίωμεν

(우리는) 울자

κλαίητε

(너희는) 울자

κλαίωσι(ν)

(그들은) 울자

기원법단수 κλαίοιμι

(나는) 울기를 (바라다)

κλαίοις

(너는) 울기를 (바라다)

κλαίοι

(그는) 울기를 (바라다)

쌍수 κλαίοιτον

(너희 둘은) 울기를 (바라다)

κλαιοίτην

(그 둘은) 울기를 (바라다)

복수 κλαίοιμεν

(우리는) 울기를 (바라다)

κλαίοιτε

(너희는) 울기를 (바라다)

κλαίοιεν

(그들은) 울기를 (바라다)

명령법단수 κλαίε

(너는) 울어라

κλαιέτω

(그는) 울어라

쌍수 κλαίετον

(너희 둘은) 울어라

κλαιέτων

(그 둘은) 울어라

복수 κλαίετε

(너희는) 울어라

κλαιόντων, κλαιέτωσαν

(그들은) 울어라

부정사 κλαίειν

우는 것

분사 남성여성중성
κλαιων

κλαιοντος

κλαιουσα

κλαιουσης

κλαιον

κλαιοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κλαίομαι

(나는) 울려진다

κλαίει, κλαίῃ

(너는) 울려진다

κλαίεται

(그는) 울려진다

쌍수 κλαίεσθον

(너희 둘은) 울려진다

κλαίεσθον

(그 둘은) 울려진다

복수 κλαιόμεθα

(우리는) 울려진다

κλαίεσθε

(너희는) 울려진다

κλαίονται

(그들은) 울려진다

접속법단수 κλαίωμαι

(나는) 울려지자

κλαίῃ

(너는) 울려지자

κλαίηται

(그는) 울려지자

쌍수 κλαίησθον

(너희 둘은) 울려지자

κλαίησθον

(그 둘은) 울려지자

복수 κλαιώμεθα

(우리는) 울려지자

κλαίησθε

(너희는) 울려지자

κλαίωνται

(그들은) 울려지자

기원법단수 κλαιοίμην

(나는) 울려지기를 (바라다)

κλαίοιο

(너는) 울려지기를 (바라다)

κλαίοιτο

(그는) 울려지기를 (바라다)

쌍수 κλαίοισθον

(너희 둘은) 울려지기를 (바라다)

κλαιοίσθην

(그 둘은) 울려지기를 (바라다)

복수 κλαιοίμεθα

(우리는) 울려지기를 (바라다)

κλαίοισθε

(너희는) 울려지기를 (바라다)

κλαίοιντο

(그들은) 울려지기를 (바라다)

명령법단수 κλαίου

(너는) 울려져라

κλαιέσθω

(그는) 울려져라

쌍수 κλαίεσθον

(너희 둘은) 울려져라

κλαιέσθων

(그 둘은) 울려져라

복수 κλαίεσθε

(너희는) 울려져라

κλαιέσθων, κλαιέσθωσαν

(그들은) 울려져라

부정사 κλαίεσθαι

울려지는 것

분사 남성여성중성
κλαιομενος

κλαιομενου

κλαιομενη

κλαιομενης

κλαιομενον

κλαιομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἔκλαιον

(나는) 울고 있었다

ἔκλαιες

(너는) 울고 있었다

ἔκλαιε(ν)

(그는) 울고 있었다

쌍수 ἐκλαίετον

(너희 둘은) 울고 있었다

ἐκλαιέτην

(그 둘은) 울고 있었다

복수 ἐκλαίομεν

(우리는) 울고 있었다

ἐκλαίετε

(너희는) 울고 있었다

ἔκλαιον

(그들은) 울고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκλαιόμην

(나는) 울려지고 있었다

ἐκλαίου

(너는) 울려지고 있었다

ἐκλαίετο

(그는) 울려지고 있었다

쌍수 ἐκλαίεσθον

(너희 둘은) 울려지고 있었다

ἐκλαιέσθην

(그 둘은) 울려지고 있었다

복수 ἐκλαιόμεθα

(우리는) 울려지고 있었다

ἐκλαίεσθε

(너희는) 울려지고 있었다

ἐκλαίοντο

(그들은) 울려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἤκουσε Μωυσῆς κλαιόντων αὐτῶν κατὰ δήμους αὐτῶν, ἕκαστον ἐπὶ τῆς θύρας αὐτοῦ. καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ Κύριος σφόδρα, καὶ ἔναντι Μωυσῆ ἦν πονηρόν. (Septuagint, Liber Numeri 11:10)

    (70인역 성경, 민수기 11:10)

  • πόθεν μοι κρέα δοῦναι παντὶ τῷ λαῷ τούτῳ; ὅτι κλαίουσιν ἐπ ἐμοί, λέγοντες. δὸς ἡμῖν κρέα, ἵνα φάγωμεν. (Septuagint, Liber Numeri 11:13)

    (70인역 성경, 민수기 11:13)

  • καὶ εἶπεν αὐτῇ Ἑλκανὰ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς. Ἄννα. καὶ εἶπεν αὐτῷ. ἰδοὺ ἐγώ, κύριε. καί εἶπεν αὐτῇ. τί ἔστι σοι, ὅτι κλαίεις; καὶ ἱνατί οὐκ ἐσθίεις; καὶ ἱνατί τύπτει σε ἡ καρδία σου; οὐκ ἀγαθὸς ἐγώ σοι ὑπὲρ δέκα τέκνα; (Septuagint, Liber I Samuelis 1:8)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 1:8)

  • καὶ ἰδοὺ Σαοὺλ ἤρχετο μετὰ τὸ πρωΐ ἐξ ἀγροῦ, καὶ εἶπε Σαούλ. τί ὅτι κλαίει ὁ λαός; καὶ διηγοῦνται αὐτῷ τὰ ρήματα τῶν ἀνδρῶν Ἰαβίς. (Septuagint, Liber I Samuelis 11:5)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 11:5)

  • καὶ ᾖρε Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ τὴν φωνὴν αὐτῶν καί ἔκλαυσαν, ἕως ὅτου οὐκ ἦν ἐν αὐτοῖς ἰσχὺς ἔτι τοῦ κλαίειν. (Septuagint, Liber I Samuelis 30:4)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 30:4)

  • Ἐξῆρε πάντας τοὺς ἰσχυρούς μου ὁ Κύριος ἐκ μέσου μου, ἐκάλεσεν ἐπ ἐμὲ καιρὸν τοῦ συντρίψαι ἐκλεκτούς μου. ληνὸν ἐπάτησε Κύριος παρθένῳ θυγατρὶ Ἰούδα, ἐπὶ τούτοις ἐγὼ κλαίω. (Septuagint, Lamentationes 1:16)

    (70인역 성경, 애가 1:16)

  • Ἑλλήνων κλαίω ἀμάχητον καὶ ἀναυμάχητον ὄλεθρον ἱκέται μὲν αὐτοὶ τῶν θεῶν καθίζοντες, προδότας δὲ τῶν ὁρ´κων ὑμᾶς ἀποφαίνοντες ἀνακαλοῦντές τε συγγένειαν, εὐμένειαν. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 15 1:9)

    (디오니시오스, chapter 15 1:9)

  • αἴρω χεῖρ ἀπαντήσας νεκροῖς Αἵδου τε μολπὰς ἐκχέω δακρυρρόους, φίλους προσαυδῶν, ὧν λελειμμένος τάλας ἔρημα κλαίω: (Euripides, Suppliants, episode 2:38)

    (에우리피데스, Suppliants, episode 2:38)

  • καὶ σοῦ μέν, μᾶτερ, δυστάνου κλαίω πανδύρτοις θρήνοις, τὸν ἐμὸν δὲ βίον λώβαν λύμαν τ οὐ μετακλαίομαι, ἀλλὰ θανεῖν μοι ξυντυχία κρείσσων ἐκύρησεν. (Euripides, Hecuba, choral, antistrophe9)

    (에우리피데스, Hecuba, choral, antistrophe9)

  • καὶ νῦν κείνων μέν μοι λάθα, τὸν δ Ἄργει δμαθέντα κλαίω σύγγονον, ὃν ἔλιπον ἐπιμαστίδιον, ἔτι βρέφος, ἔτι νέον, ἔτι θάλος ἐν χερσὶν ματρὸς πρὸς στέρνοις τ Ἄργει σκηπτοῦχον Ὀρέσταν. (Euripides, Iphigenia in Tauris, choral, anapests 3:5)

    (에우리피데스, Iphigenia in Tauris, choral, anapests 3:5)

유의어

  1. 울다

관련어

명사

형용사

동사

부사

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION