κατεῖπον
동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
κατεῖπον
형태분석:
어원: used as aor2 to katagoreu/w. (katerw= being the fut.)
뜻
- 고소하다, 기소하다, 고발하다, 비난하다
- 보고하다, 선언하다, 신고하다, 알리다, 말하다
- 말하다, 이야기하다
- to speak against or to the prejudice of, accuse, denounce
- to speak out, tell plainly, declare, report
- to tell
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἀλλ’ ὅμωσ τῶν ἀντιτέχνων τισ Ἀντίφιλοσ τοὔνομα ὑπὸ φθόνου τῆσ παρὰ βασιλεῖ τιμῆσ καὶ ὑπὸ τῆσ κατὰ τὴν τέχνην ζηλοτυπίασ κατεῖπεν αὐτὸν πρὸσ τὸν ’ Πτολεμαῖον ὡσ εἰή κεκοινωνηκὼσ τῶν ὅλων καὶ ὡσ θεάσαιτό τισ αὐτὸν ἐν Φοινίκῃ συνεστιώμενον Θεοδότᾳ καὶ παρ’ ὅλον τὸ δεῖπνον πρὸσ τὸ οὖσ αὐτῷ κοινολογούμενον, καὶ τέλοσ ἀπέφηνε τὴν Τύρου ἀπόστασιν καὶ Πηλουσίου κατάληψιν ἐκ τῆσ Ἀπελλοῦ συμβουλῆσ γεγονέναι. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 2:4)
(루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 2:4)
- εὔχεσθε τοῖσ θεοῖσι τοῖσ Ὀλυμπίοισ καὶ ταῖσ Ὀλυμπίαισι καὶ τοῖσ Πυθίοισ καὶ ταῖσι Πυθίαισι καὶ τοῖσ Δηλίοισ καὶ ταῖσι Δηλίαισι τοῖσ <τ’> ἄλλοισ θεοῖσ, εἴ τισ ἐπιβουλεύει τι τῷ δήμῳ κακὸν τῷ τῶν γυναικῶν ἢ ’πικηρυκεύεται Εὐριπίδῃ Μήδοισ <τ’> ἐπὶ βλάβῃ τινὶ τῇ τῶν γυναικῶν, ἢ τυραννεῖν ἐπινοεῖ ἢ τὸν τύραννον συγκατάγειν, ἢ παιδίον ὑποβαλλομένησ κατεῖπεν, ἢ δούλη τινὸσ προαγωγὸσ οὖσ’ ἐνετρύλλισεν τῷ δεσπότῃ ἢ πεμπομένη τισ ἀγγελίασ ψευδεῖσ φέρει, ἢ μοιχὸσ εἴ τισ ἐξαπατᾷ ψευδῆ λέγων καὶ μὴ δίδωσιν ἃν ὑπόσχηταί ποτε, ἢ δῶρά τισ δίδωσι μοιχῷ γραῦσ γυνή, ἢ καὶ δέχεται προδιδοῦσ’ ἑταίρα τὸν φίλον, κεἴ τισ κάπηλοσ ἢ καπηλὶσ τοῦ χοῶσ ἢ τῶν κοτυλῶν τὸ νόμισμα διαλυμαίνεται, κακῶσ ἀπολέσθαι τοῦτον αὐτὸν κᾠκίαν ἀρᾶσθε, ταῖσ δ’ ἄλλαισιν ὑμῖν τοὺσ θεοὺσ εὔχεσθε πάσαισ πολλὰ δοῦναι κἀγαθά. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Parodos, lyric 1:1)
(아리스토파네스, Thesmophoriazusae, Parodos, lyric 1:1)
- καίτοι τῶν περὶ Ἑρμόλαον οὐδεὶσ οὐδὲ διὰ τῆσ ἐσχάτησ ἀνάγκησ τοῦ Καλλισθένουσ κατεῖπεν. (Plutarch, Alexander, chapter 55 3:1)
(플루타르코스, Alexander, chapter 55 3:1)
- τοῦ δὲ πολέμου μῆκοσ ὡσ ἐοίκε λαμβάνοντοσ, ἐρασθεῖσαν αὐτοῦ Γλαυκίαν τὴν Σκαμάνδρου θυγατέρα προσδεξάμενοσ ἔγκυον ἐποίησεν, εἶτ’ αὐτὸσ μὲν ἔπεσε μαχόμενοσ τοῖσ Τρωσὶν ἡ δὲ Γλαυκία φοβουμένη κατάφωροσ γενέσθαι κατέφυγε καὶ τῷ Ἡρακλεῖ κατεῖπεν αὑτῆσ τὸν ἔρωτα καὶ τὴν γενομένην πρὸσ τὸν Δηίμαχον ὁμιλίαν. (Plutarch, Quaestiones Graecae, section 413)
(플루타르코스, Quaestiones Graecae, section 413)
- τοῦ δὲ πολέμου μῆκοσ ὡσ ἐοίκε λαμβάνοντοσ, ἐρασθεῖσαν αὐτοῦ Γλαυκίαν τὴν Σκαμάνδρου θυγατέρα προσδεξάμενοσ ἔγκυον ἐποίησεν, εἶτ’ αὐτὸσ μὲν ἔπεσε μαχόμενοσ τοῖσ Τρωσὶν ἡ δὲ Γλαυκία φοβουμένη κατάφωροσ γενέσθαι τῷ Ἡρακλεῖ κατέφυγε, καὶ κατεῖπεν αὑτῆσ τὸν ἔρωτα καὶ τὴν γενομένην πρὸσ τὸν Δηίμαχον ὁμιλίαν. (Plutarch, Quaestiones Graecae, section 41 1:1)
(플루타르코스, Quaestiones Graecae, section 41 1:1)
유의어
-
고소하다
-
보고하다
- διαγορεύω (선언하다, 신고하다, 언급하다)
- κατερέω (to say or tell plainly, speak out, it shall be declared)
- ἐξεῖπον (선언하다, 신고하다, 언급하다)
- ἀπεῖπον (선언하다, 신고하다, 언급하다)
- διαφράζω (to speak distinctly, tell plainly)
- ἀπόφημι (to speak out, declare flatly or plainly)
- ἀναφαίνω (to be declared, to be plainly)
- ἀποφθέγγομαι (I speak my opinion plainly, boldly declare)
- φράζω (말하다, 선언하다, 알리다)
- θροέω (선언하다, 신고하다, 언급하다)
- καταυδάω (to speak out, speak plainly)
-
말하다
- πιφαύσκω (말하다, 이야기하다)
- λέγω (이야기하다)
- ἐξεῖπον (말하다, 이야기하다, 가르치다)
- ἔσπον (말하다, 이야기하다)
- λέγω (의도하다, 의미하다, 뜻하다)
- αἰνέω (말하다, 이야기하다, 가르치다)
- φωνέω (이야기하다)
- δύσλεκτος (hard to tell)
- συνεῖπον (to help to tell)
- προδείκνυμι (to tell first)
- μυθολογεύω (to tell word for word)
- φράζω (말하다, 선언하다, 알리다)
- θροέω (선언하다, 신고하다, 언급하다)
- ἀξιαφήγητος (worth telling)
- γεγωνέω (공표하다, 선언하다, 외치다)
- γεγωνίσκω (공표하다, 선언하다, 외치다)
- τερατολογέω (to tell of marvels)
- παραδοξολόγος (telling of marvels.)
- μυθολογίᾱ (story-telling)
- σαφηνέω (to tell distinctly)
- ἀφήγησις (a telling, narrating, telling)