헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατατείνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατατείνω κατατενῶ κατέτεινα κατατέτακα

형태분석: κατα (접두사) + τείν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 당기다, 그리다, 끌다, 묘사하다
  2. 뻗다, 내밀다, 확장하다
  1. to stretch or draw tight, to draw the, taut
  2. to stretch so as to torture
  3. to stretch or draw in a straight line
  4. to hold tight down
  5. to stretch oneself
  6. to extend or run straight towards, to extend
  7. to strive against, strive earnestly, be vehement, with all one's might

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατατείνω

(나는) 당긴다

κατατείνεις

(너는) 당긴다

κατατείνει

(그는) 당긴다

쌍수 κατατείνετον

(너희 둘은) 당긴다

κατατείνετον

(그 둘은) 당긴다

복수 κατατείνομεν

(우리는) 당긴다

κατατείνετε

(너희는) 당긴다

κατατείνουσιν*

(그들은) 당긴다

접속법단수 κατατείνω

(나는) 당기자

κατατείνῃς

(너는) 당기자

κατατείνῃ

(그는) 당기자

쌍수 κατατείνητον

(너희 둘은) 당기자

κατατείνητον

(그 둘은) 당기자

복수 κατατείνωμεν

(우리는) 당기자

κατατείνητε

(너희는) 당기자

κατατείνωσιν*

(그들은) 당기자

기원법단수 κατατείνοιμι

(나는) 당기기를 (바라다)

κατατείνοις

(너는) 당기기를 (바라다)

κατατείνοι

(그는) 당기기를 (바라다)

쌍수 κατατείνοιτον

(너희 둘은) 당기기를 (바라다)

κατατεινοίτην

(그 둘은) 당기기를 (바라다)

복수 κατατείνοιμεν

(우리는) 당기기를 (바라다)

κατατείνοιτε

(너희는) 당기기를 (바라다)

κατατείνοιεν

(그들은) 당기기를 (바라다)

명령법단수 κατατείνε

(너는) 당겨라

κατατεινέτω

(그는) 당겨라

쌍수 κατατείνετον

(너희 둘은) 당겨라

κατατεινέτων

(그 둘은) 당겨라

복수 κατατείνετε

(너희는) 당겨라

κατατεινόντων, κατατεινέτωσαν

(그들은) 당겨라

부정사 κατατείνειν

당기는 것

분사 남성여성중성
κατατεινων

κατατεινοντος

κατατεινουσα

κατατεινουσης

κατατεινον

κατατεινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατατείνομαι

(나는) 당겨진다

κατατείνει, κατατείνῃ

(너는) 당겨진다

κατατείνεται

(그는) 당겨진다

쌍수 κατατείνεσθον

(너희 둘은) 당겨진다

κατατείνεσθον

(그 둘은) 당겨진다

복수 κατατεινόμεθα

(우리는) 당겨진다

κατατείνεσθε

(너희는) 당겨진다

κατατείνονται

(그들은) 당겨진다

접속법단수 κατατείνωμαι

(나는) 당겨지자

κατατείνῃ

(너는) 당겨지자

κατατείνηται

(그는) 당겨지자

쌍수 κατατείνησθον

(너희 둘은) 당겨지자

κατατείνησθον

(그 둘은) 당겨지자

복수 κατατεινώμεθα

(우리는) 당겨지자

κατατείνησθε

(너희는) 당겨지자

κατατείνωνται

(그들은) 당겨지자

기원법단수 κατατεινοίμην

(나는) 당겨지기를 (바라다)

κατατείνοιο

(너는) 당겨지기를 (바라다)

κατατείνοιτο

(그는) 당겨지기를 (바라다)

쌍수 κατατείνοισθον

(너희 둘은) 당겨지기를 (바라다)

κατατεινοίσθην

(그 둘은) 당겨지기를 (바라다)

복수 κατατεινοίμεθα

(우리는) 당겨지기를 (바라다)

κατατείνοισθε

(너희는) 당겨지기를 (바라다)

κατατείνοιντο

(그들은) 당겨지기를 (바라다)

명령법단수 κατατείνου

(너는) 당겨져라

κατατεινέσθω

(그는) 당겨져라

쌍수 κατατείνεσθον

(너희 둘은) 당겨져라

κατατεινέσθων

(그 둘은) 당겨져라

복수 κατατείνεσθε

(너희는) 당겨져라

κατατεινέσθων, κατατεινέσθωσαν

(그들은) 당겨져라

부정사 κατατείνεσθαι

당겨지는 것

분사 남성여성중성
κατατεινομενος

κατατεινομενου

κατατεινομενη

κατατεινομενης

κατατεινομενον

κατατεινομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέτεινον

(나는) 당기고 있었다

κατέτεινες

(너는) 당기고 있었다

κατέτεινεν*

(그는) 당기고 있었다

쌍수 κατετείνετον

(너희 둘은) 당기고 있었다

κατετεινέτην

(그 둘은) 당기고 있었다

복수 κατετείνομεν

(우리는) 당기고 있었다

κατετείνετε

(너희는) 당기고 있었다

κατέτεινον

(그들은) 당기고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατετεινόμην

(나는) 당겨지고 있었다

κατετείνου

(너는) 당겨지고 있었다

κατετείνετο

(그는) 당겨지고 있었다

쌍수 κατετείνεσθον

(너희 둘은) 당겨지고 있었다

κατετεινέσθην

(그 둘은) 당겨지고 있었다

복수 κατετεινόμεθα

(우리는) 당겨지고 있었다

κατετείνεσθε

(너희는) 당겨지고 있었다

κατετείνοντο

(그들은) 당겨지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέτεινα

(나는) 당겼다

κατέτεινας

(너는) 당겼다

κατέτεινεν*

(그는) 당겼다

쌍수 κατετείνατον

(너희 둘은) 당겼다

κατετεινάτην

(그 둘은) 당겼다

복수 κατετείναμεν

(우리는) 당겼다

κατετείνατε

(너희는) 당겼다

κατέτειναν

(그들은) 당겼다

접속법단수 κατατείνω

(나는) 당겼자

κατατείνῃς

(너는) 당겼자

κατατείνῃ

(그는) 당겼자

쌍수 κατατείνητον

(너희 둘은) 당겼자

κατατείνητον

(그 둘은) 당겼자

복수 κατατείνωμεν

(우리는) 당겼자

κατατείνητε

(너희는) 당겼자

κατατείνωσιν*

(그들은) 당겼자

기원법단수 κατατείναιμι

(나는) 당겼기를 (바라다)

κατατείναις

(너는) 당겼기를 (바라다)

κατατείναι

(그는) 당겼기를 (바라다)

쌍수 κατατείναιτον

(너희 둘은) 당겼기를 (바라다)

κατατειναίτην

(그 둘은) 당겼기를 (바라다)

복수 κατατείναιμεν

(우리는) 당겼기를 (바라다)

κατατείναιτε

(너희는) 당겼기를 (바라다)

κατατείναιεν

(그들은) 당겼기를 (바라다)

명령법단수 κατατείνον

(너는) 당겼어라

κατατεινάτω

(그는) 당겼어라

쌍수 κατατείνατον

(너희 둘은) 당겼어라

κατατεινάτων

(그 둘은) 당겼어라

복수 κατατείνατε

(너희는) 당겼어라

κατατεινάντων

(그들은) 당겼어라

부정사 κατατείναι

당겼는 것

분사 남성여성중성
κατατεινᾱς

κατατειναντος

κατατεινᾱσα

κατατεινᾱσης

κατατειναν

κατατειναντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατετεινάμην

(나는) 당겨졌다

κατετείνω

(너는) 당겨졌다

κατετείνατο

(그는) 당겨졌다

쌍수 κατετείνασθον

(너희 둘은) 당겨졌다

κατετεινάσθην

(그 둘은) 당겨졌다

복수 κατετεινάμεθα

(우리는) 당겨졌다

κατετείνασθε

(너희는) 당겨졌다

κατετείναντο

(그들은) 당겨졌다

접속법단수 κατατείνωμαι

(나는) 당겨졌자

κατατείνῃ

(너는) 당겨졌자

κατατείνηται

(그는) 당겨졌자

쌍수 κατατείνησθον

(너희 둘은) 당겨졌자

κατατείνησθον

(그 둘은) 당겨졌자

복수 κατατεινώμεθα

(우리는) 당겨졌자

κατατείνησθε

(너희는) 당겨졌자

κατατείνωνται

(그들은) 당겨졌자

기원법단수 κατατειναίμην

(나는) 당겨졌기를 (바라다)

κατατείναιο

(너는) 당겨졌기를 (바라다)

κατατείναιτο

(그는) 당겨졌기를 (바라다)

쌍수 κατατείναισθον

(너희 둘은) 당겨졌기를 (바라다)

κατατειναίσθην

(그 둘은) 당겨졌기를 (바라다)

복수 κατατειναίμεθα

(우리는) 당겨졌기를 (바라다)

κατατείναισθε

(너희는) 당겨졌기를 (바라다)

κατατείναιντο

(그들은) 당겨졌기를 (바라다)

명령법단수 κατατείναι

(너는) 당겨졌어라

κατατεινάσθω

(그는) 당겨졌어라

쌍수 κατατείνασθον

(너희 둘은) 당겨졌어라

κατατεινάσθων

(그 둘은) 당겨졌어라

복수 κατατείνασθε

(너희는) 당겨졌어라

κατατεινάσθων

(그들은) 당겨졌어라

부정사 κατατείνεσθαι

당겨졌는 것

분사 남성여성중성
κατατειναμενος

κατατειναμενου

κατατειναμενη

κατατειναμενης

κατατειναμενον

κατατειναμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ψύττα δ’ ἐγὼ κατέτεινα, φοβεύμενοσ ἄγριον ἄνδρα, τὸν πτιστὴν πύκτην ἐξαπίνησ ὁρόων. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 351 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 351 1:1)

유의어

  1. 당기다

  2. to stretch so as to torture

  3. to stretch or draw in a straight line

  4. to hold tight down

  5. to stretch oneself

  6. 뻗다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION