헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταλείπω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταλείπω καταλείψω καταλέλοιπα

형태분석: κατα (접두사) + λείπ (어간) + ω (인칭어미)

어원: fut. mid. in pass. sense

  1. 남기다, 잊다
  1. to leave behind
  2. to leave as an inheritance
  3. (in middle voice) to leave in a certain state

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταλείπω

(나는) 남긴다

καταλείπεις

(너는) 남긴다

καταλείπει

(그는) 남긴다

쌍수 καταλείπετον

(너희 둘은) 남긴다

καταλείπετον

(그 둘은) 남긴다

복수 καταλείπομεν

(우리는) 남긴다

καταλείπετε

(너희는) 남긴다

καταλείπουσιν*

(그들은) 남긴다

접속법단수 καταλείπω

(나는) 남기자

καταλείπῃς

(너는) 남기자

καταλείπῃ

(그는) 남기자

쌍수 καταλείπητον

(너희 둘은) 남기자

καταλείπητον

(그 둘은) 남기자

복수 καταλείπωμεν

(우리는) 남기자

καταλείπητε

(너희는) 남기자

καταλείπωσιν*

(그들은) 남기자

기원법단수 καταλείποιμι

(나는) 남기기를 (바라다)

καταλείποις

(너는) 남기기를 (바라다)

καταλείποι

(그는) 남기기를 (바라다)

쌍수 καταλείποιτον

(너희 둘은) 남기기를 (바라다)

καταλειποίτην

(그 둘은) 남기기를 (바라다)

복수 καταλείποιμεν

(우리는) 남기기를 (바라다)

καταλείποιτε

(너희는) 남기기를 (바라다)

καταλείποιεν

(그들은) 남기기를 (바라다)

명령법단수 καταλείπε

(너는) 남겨라

καταλειπέτω

(그는) 남겨라

쌍수 καταλείπετον

(너희 둘은) 남겨라

καταλειπέτων

(그 둘은) 남겨라

복수 καταλείπετε

(너희는) 남겨라

καταλειπόντων, καταλειπέτωσαν

(그들은) 남겨라

부정사 καταλείπειν

남기는 것

분사 남성여성중성
καταλειπων

καταλειποντος

καταλειπουσα

καταλειπουσης

καταλειπον

καταλειποντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταλείπομαι

(나는) 남는다

καταλείπει, καταλείπῃ

(너는) 남는다

καταλείπεται

(그는) 남는다

쌍수 καταλείπεσθον

(너희 둘은) 남는다

καταλείπεσθον

(그 둘은) 남는다

복수 καταλειπόμεθα

(우리는) 남는다

καταλείπεσθε

(너희는) 남는다

καταλείπονται

(그들은) 남는다

접속법단수 καταλείπωμαι

(나는) 남자

καταλείπῃ

(너는) 남자

καταλείπηται

(그는) 남자

쌍수 καταλείπησθον

(너희 둘은) 남자

καταλείπησθον

(그 둘은) 남자

복수 καταλειπώμεθα

(우리는) 남자

καταλείπησθε

(너희는) 남자

καταλείπωνται

(그들은) 남자

기원법단수 καταλειποίμην

(나는) 남기를 (바라다)

καταλείποιο

(너는) 남기를 (바라다)

καταλείποιτο

(그는) 남기를 (바라다)

쌍수 καταλείποισθον

(너희 둘은) 남기를 (바라다)

καταλειποίσθην

(그 둘은) 남기를 (바라다)

복수 καταλειποίμεθα

(우리는) 남기를 (바라다)

καταλείποισθε

(너희는) 남기를 (바라다)

καταλείποιντο

(그들은) 남기를 (바라다)

명령법단수 καταλείπου

(너는) 남아라

καταλειπέσθω

(그는) 남아라

쌍수 καταλείπεσθον

(너희 둘은) 남아라

καταλειπέσθων

(그 둘은) 남아라

복수 καταλείπεσθε

(너희는) 남아라

καταλειπέσθων, καταλειπέσθωσαν

(그들은) 남아라

부정사 καταλείπεσθαι

남는 것

분사 남성여성중성
καταλειπομενος

καταλειπομενου

καταλειπομενη

καταλειπομενης

καταλειπομενον

καταλειπομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταλείψω

(나는) 남기겠다

καταλείψεις

(너는) 남기겠다

καταλείψει

(그는) 남기겠다

쌍수 καταλείψετον

(너희 둘은) 남기겠다

καταλείψετον

(그 둘은) 남기겠다

복수 καταλείψομεν

(우리는) 남기겠다

καταλείψετε

(너희는) 남기겠다

καταλείψουσιν*

(그들은) 남기겠다

기원법단수 καταλείψοιμι

(나는) 남기겠기를 (바라다)

καταλείψοις

(너는) 남기겠기를 (바라다)

καταλείψοι

(그는) 남기겠기를 (바라다)

쌍수 καταλείψοιτον

(너희 둘은) 남기겠기를 (바라다)

καταλειψοίτην

(그 둘은) 남기겠기를 (바라다)

복수 καταλείψοιμεν

(우리는) 남기겠기를 (바라다)

καταλείψοιτε

(너희는) 남기겠기를 (바라다)

καταλείψοιεν

(그들은) 남기겠기를 (바라다)

부정사 καταλείψειν

남길 것

분사 남성여성중성
καταλειψων

καταλειψοντος

καταλειψουσα

καταλειψουσης

καταλειψον

καταλειψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταλείψομαι

(나는) 남겠다

καταλείψει, καταλείψῃ

(너는) 남겠다

καταλείψεται

(그는) 남겠다

쌍수 καταλείψεσθον

(너희 둘은) 남겠다

καταλείψεσθον

(그 둘은) 남겠다

복수 καταλειψόμεθα

(우리는) 남겠다

καταλείψεσθε

(너희는) 남겠다

καταλείψονται

(그들은) 남겠다

기원법단수 καταλειψοίμην

(나는) 남겠기를 (바라다)

καταλείψοιο

(너는) 남겠기를 (바라다)

καταλείψοιτο

(그는) 남겠기를 (바라다)

쌍수 καταλείψοισθον

(너희 둘은) 남겠기를 (바라다)

καταλειψοίσθην

(그 둘은) 남겠기를 (바라다)

복수 καταλειψοίμεθα

(우리는) 남겠기를 (바라다)

καταλείψοισθε

(너희는) 남겠기를 (바라다)

καταλείψοιντο

(그들은) 남겠기를 (바라다)

부정사 καταλείψεσθαι

남을 것

분사 남성여성중성
καταλειψομενος

καταλειψομενου

καταλειψομενη

καταλειψομενης

καταλειψομενον

καταλειψομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέλειπον

(나는) 남기고 있었다

κατέλειπες

(너는) 남기고 있었다

κατέλειπεν*

(그는) 남기고 있었다

쌍수 κατελείπετον

(너희 둘은) 남기고 있었다

κατελειπέτην

(그 둘은) 남기고 있었다

복수 κατελείπομεν

(우리는) 남기고 있었다

κατελείπετε

(너희는) 남기고 있었다

κατέλειπον

(그들은) 남기고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατελειπόμην

(나는) 남고 있었다

κατελείπου

(너는) 남고 있었다

κατελείπετο

(그는) 남고 있었다

쌍수 κατελείπεσθον

(너희 둘은) 남고 있었다

κατελειπέσθην

(그 둘은) 남고 있었다

복수 κατελειπόμεθα

(우리는) 남고 있었다

κατελείπεσθε

(너희는) 남고 있었다

κατελείποντο

(그들은) 남고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔχομεν γὰρ αὐταῖσ μαρτυρεῖν, ἐξ οὗ σὺ ἀπῆρασ ἐκ τῆσ πατρίδοσ, ἡμεῖσ δ’ ἔρημοι καὶ τὸ μηθὲν ἔτι οὖσαι κατελειπόμεθα, συνεχῶσ τε παραγινομέναισ πρὸσ ἡμᾶσ καὶ παραμυθουμέναισ τὰσ συμφορὰσ ἡμῶν καὶ συναλγούσαισ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 8, chapter 46 4:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 8, chapter 46 4:1)

유의어

  1. 남기다

  2. to leave as an inheritance

관련어

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION