καίνω?
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration: kainō
Principal Part:
καίνω
Structure:
καίν
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: collat. form of κτείνω
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἀλλὰ μή με καίνετε, πατρὸς παλαιοὶ δμῶες. (Euripides, episode 5:5)
- οὔ τί που φόνος ς ἐβάκχευσεν νεκρῶν, οὓς ἄρτι καίνεις· (Euripides, Heracles, episode, lyric 2:12)
- - παῖς πατέρα καίνει καὶ λαβὼν ὀχήματα Πολύβῳ τροφεῖ δίδωσιν. (Euripides, Phoenissae, episode 3:8)
- φονεύετε, καίνετε, ὄλλυτε, δίπτυχα δίστομα φάσγανα ἐκ χερὸς ἱέμενοι τὰν λιποπάτορα λιπόγαμον, ἃ πλείστους ἔκανεν Ἑλλάνων δορὶ παρὰ ποταμὸν ὀλομένους, ὅθι δάκρυα δάκρυσιν ἔπεσεν σιδαρέοισι βέλεσιν ἀμ- φὶ τὰς Σκαμάνδρου δίνας. (Euripides, episode, lyric 1:1)
- πρὸς ταῦτα καινέτω τις, εἰ βαρύνεται, τῶν ἔνδον ὄντων: (Sophocles, episode 10:11)
- καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ καὶ Ἱεροβοὰμ ἐξῆλθεν ἐξ Ἱερουσαλὴμ καὶ εὗρεν αὐτὸν Ἀχιὰ ὁ Σηλωνίτης ὁ προφήτης ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ἀπέστησεν αὐτὸν ἐκ τῆς ὁδοῦ. καὶ Ἀχιὰ περιβεβλημένος ἱματίῳ καινῷ, καὶ ἀμφότεροι μόνοι ἐν τῷ πεδίῳ. (Septuagint, Liber I Regum 11:25)
- εὐθὺς οὖν νεώς τε ἀνέστησαν αἱ πόλεις καὶ τεμένη καθιδρύετο καὶ βωμοὶ καὶ θυσίαι καὶ ἑορταὶ τῷ καινῷ τούτῳ θεῷ ἐπετελοῦντο, καὶ ὁ μέγιστος ὁρ´κος ἦν ἅπασιν Ἡφαιστίων. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 17:3)
- ἐγὼ γὰρ δαίμονος τοὐμοῦ μέτα στρατηλατήσω καινὸς ἐν καινῷ δορί. (Euripides, Suppliants, episode 5:38)
- ὅτι δὲ λυχνοῦχοι οἱ νῦν καλούμενοι φανοὶ ὠνομάζοντο Ἀριστοφάνης ἐν Αἰολοσίκωνι παρίστησιν καὶ διαστίλβονθ ὁρῶμεν ὥσπερ, ἐν καινῷ λυχνούχῳ, πάντα τῆς ἐξωμίδος, ἐν δὲ τῷ δευτέρῳ Νιόβῳ προειπὼν λυχνοῦχον οἴμοι κακόδαιμον φησίν, ὁ λύχνος ἡμῖν οἴχεται. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 581)
- μετ ὀλίγον δὲ καὶ ἄνδρας εἴδομεν καινῷ τῳ τρόπῳ ναυτιλίας χρωμένους: (Lucian, Verae Historiae, book 2 45:2)
Synonyms
-
to kill
- ἀποκτείνω (I kill, slay)
- θείνω (I slay, kill)
- κτείνω (to kill, slay)
- κατακόπτω (to kill, slay)
- σφάζω (to slay, kill)
- ἐξεναρίζω (to kill, slay)
- ἐναίρω (to slay, to kill, slay)
- κατακτείνω (to kill, slay, murder)
- κατεναίρομαι (to kill, slay, murder)
- ἀπόλλυμι (, to destroy utterly, kill)
- φονεύω (to murder, kill, slay)
- δαμάζω (I kill)
- δαμνάω (I kill)
- ἀποκτίννυμι (to kill)
- δάμνημι (I kill)
- φένω (to slay)
- προσσφάζω (to slay at)
- καθαιρέω (to put down by force, destroy, to kill)