σφάζω?
Non-contract Verb;
Transliteration: sphazō
Principal Part:
σφάζω
Structure:
σφάζ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: Root ΣΦΑΓ
Sense
- to slay, slaughter, by cutting the throat
- to slaughter
- to slay, kill
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ εἶπε Σαούλ. διασπάρητε ἐν τῷ λαῷ καὶ εἴπατε αὐτοῖς προσαγαγεῖν ἐνταῦθα ἕκαστος τὸν μόσχον αὐτοῦ καὶ ἕκαστος τὸ πρόβατον αὐτοῦ, καὶ σφαζέτω ἐπὶ τούτου, καὶ οὐ μὴ ἁμάρτητε τῷ Κυρίῳ τοῦ ἐσθίειν σὺν τῷ αἵματι. καὶ προσῆγεν ὁ λαὸς ἕκαστος τὸἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ ἔσφαζον ἐκεῖ. (Septuagint, Liber I Samuelis 14:34)
- ὅπως σφάξῃς σφάγια, ὀξύνου ὅπως γένῃ εἰς στίλβωσιν, ἑτοίμη εἰς παράλυσιν, σφάζε, ἐξουδένει, ἀπωθοῦ πᾶν ξύλον. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 21:10)
- καὶ ἐν τῷ σφάζειν αὐτοὺς τὰ τέκνα αὐτῶν τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν καὶ εἰσεπορεύοντο εἰς τὰ ἅγιά μου τοῦ βεβηλοῦν αὐτά. καὶ ὅτι οὕτως ἐποίουν ἐν μέσῳ τοῦ οἴκου μου. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 23:39)
- ἰδοὺ τὸ γάλα κατέσθετε καὶ τὰ ἔρια περιβάλλεσθε καὶ τὸ παχὺ σφάζετε καὶ τὰ πρόβατά μου οὐ βόσκετε. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 34:3)
- καὶ τέσσαρες τράπεζαι τῶν ὁλοκαυτωμάτων λίθιναι λελαξευμέναι πήχεως καὶ ἡμίσους τὸ πλάτος καὶ πήχεων δύο καὶ ἡμίσους τὸ μῆκος καὶ ἐπὶ πῆχυν τὸ ὕψος, ἐπ αὐτὰς ἐπιθήσουσι τὰ σκεύη, ἐν οἷς σφάζουσιν ἐκεῖ τὰ ὁλοκαυτώματα καὶ τὰ θύματα. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 40:41)
Synonyms
-
to slay
- ἀποδειροτομέω (to slaughter by cutting off the head or cutting the throat)
- ἀποσφάζω (to cut the throat of, to slay, to cut one's own throat)
- ἀποκείρω (to cut off, slay)
-
to slaughter
-
to slay
- κτείνω (to kill, slay)
- κατακόπτω (to kill, slay)
- καίνω (to kill, slay)
- ἐξεναρίζω (to kill, slay)
- ἀποκτείνω (I kill, slay)
- θείνω (I slay, kill)
- ἐναίρω (to slay, to kill, slay)
- κατεναίρομαι (to kill, slay, murder)
- κατακτείνω (to kill, slay, murder)
- ἀπόλλυμι (, to destroy utterly, kill)
- φονεύω (to murder, kill, slay)
- ἀποκτίννυμι (to kill)
- δαμνάω (I kill)
- δαμάζω (I kill)
- δάμνημι (I kill)
- φένω (to slay)
- προσσφάζω (to slay at)
- καθαιρέω (to put down by force, destroy, to kill)