Ancient Greek-English Dictionary Language

συσφάζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συσφάζω

Structure: συ (Prefix) + σφάζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to slay along with, to be slain with another

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συσφάζω συσφάζεις συσφάζει
Dual συσφάζετον συσφάζετον
Plural συσφάζομεν συσφάζετε συσφάζουσιν*
SubjunctiveSingular συσφάζω συσφάζῃς συσφάζῃ
Dual συσφάζητον συσφάζητον
Plural συσφάζωμεν συσφάζητε συσφάζωσιν*
OptativeSingular συσφάζοιμι συσφάζοις συσφάζοι
Dual συσφάζοιτον συσφαζοίτην
Plural συσφάζοιμεν συσφάζοιτε συσφάζοιεν
ImperativeSingular συσφάζε συσφαζέτω
Dual συσφάζετον συσφαζέτων
Plural συσφάζετε συσφαζόντων, συσφαζέτωσαν
Infinitive συσφάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συσφαζων συσφαζοντος συσφαζουσα συσφαζουσης συσφαζον συσφαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συσφάζομαι συσφάζει, συσφάζῃ συσφάζεται
Dual συσφάζεσθον συσφάζεσθον
Plural συσφαζόμεθα συσφάζεσθε συσφάζονται
SubjunctiveSingular συσφάζωμαι συσφάζῃ συσφάζηται
Dual συσφάζησθον συσφάζησθον
Plural συσφαζώμεθα συσφάζησθε συσφάζωνται
OptativeSingular συσφαζοίμην συσφάζοιο συσφάζοιτο
Dual συσφάζοισθον συσφαζοίσθην
Plural συσφαζοίμεθα συσφάζοισθε συσφάζοιντο
ImperativeSingular συσφάζου συσφαζέσθω
Dual συσφάζεσθον συσφαζέσθων
Plural συσφάζεσθε συσφαζέσθων, συσφαζέσθωσαν
Infinitive συσφάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συσφαζομενος συσφαζομενου συσφαζομενη συσφαζομενης συσφαζομενον συσφαζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to slay along with

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION