φρουρέω
ε 축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
φρουρέω
형태분석:
φρουρέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 보호하다, 지키다, 감시하다, 방어하다
- 관찰하다, 살피다, 알아차리다
- 조심하다, 경계를 늦추지 않다, 유의하다
- to keep watch or guard
- to watch, guard, to be watched or guarded
- to watch for, observe
- to be on one's guard against, beware of
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- μετὰ τοῦτο δύο τῶν ἐπιστολῶν, ἃσ οἱ κατασταθέντεσ ὑπ’ ἐμοῦ φρουροὶ πεμφθείσασ ὑπὸ τῶν περὶ τὸν Ιὠνάθην ἑλόντεσ ἀπεστάλκεισαν πρὸσ ἐμέ, παρανεγίνωσκον τοῖσ Γαλιλαίοισ πολλῶν βλασφημιῶν πλήρεισ καὶ καταψευδομένασ, ὅτι τυραννίδι μᾶλλον ἢ στρατηγίᾳ χρῶμαι κατ’ αὐτῶν. (Flavius Josephus, 310:1)
(플라비우스 요세푸스, 310:1)
- δικασταὶ μὲν γὰρ ἦσαν ἑξακισχίλιοι, τοξόται δ’ ἑξακόσιοι καὶ χίλιοι, καὶ πρὸσ τούτοισ ἱππεῖσ χίλιοι καὶ διακόσιοι, βουλὴ δὲ πεντακόσιοι, καὶ φρουροὶ νεωρίων πεντακόσιοι, καὶ πρὸσ τούτοισ ἐν τῇ πόλει φρουροὶ ν, ἀρχαὶ δ’ ἔνδημοι μὲν εἰσ ἑπτακοσίουσ ἄνδρασ, ὑπερόριοι δ’ εἰσ ἑπτακοσίουσ· (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 24 3:3)
(아리스토텔레스, 아테네인들의 정치체제, work Ath. Pol., chapter 24 3:3)
- ἐπεὶ δὲ ὁ Μεγιστόνουσ τε παρεισπεσὼν εἰσ τὸ Ἄργοσ ἀνῃρέθη μαχόμενοσ καὶ μόγισ ἀντεῖχον οἱ φρουροὶ καὶ διεπέμποντο συχνοὺσ πρὸσ τὸν Κλεομένη, φοβηθεὶσ μὴ τοῦ Ἄργουσ οἱ πολέμιοι κρατήσαντεσ καὶ τὰσ παρόδουσ ἀποκλείσαντεσ αὐτοὶ πορθῶσιν ἀδεῶσ τὴν Λακωνικὴν καὶ πολιορκῶσι τὴν Σπάρτην ἔρημον οὖσαν, ἀπῆγεν ἐκ Κορίνθου τὸ στράτευμα, καὶ ταύτησ μὲν εὐθὺσ ἐστέρητο τῆσ πόλεωσ εἰσελθόντοσ Ἀντιγόνου καὶ φρουρὰν καταστήσαντοσ· (Plutarch, Cleomenes, chapter 21 2:1)
(플루타르코스, Cleomenes, chapter 21 2:1)
- ἠγωνίσθη μὲν οὖν ὑπὲρ δύναμιν ἀρετῇ καὶ προθυμίᾳ παρὰ τῶν Θηβαίων πολλαπλασίοισ οὖσι τοῖσ πολεμίοισ ἀντιταχθέντων ἐπεὶ δὲ καὶ τὴν Καδμείαν ἀφέντεσ οἱ φρουροὶ τῶν Μακεδόνων ἐπέπιπτον αὐτοῖσ ἐξόπισθεν, κυκλωθέντεσ οἱ πλεῖστοι κατὰ τὴν μάχην αὐτὴν ἔπεσον, ἡ δὲ πόλισ ἥλω καὶ διαρπασθεῖσα κατεσκάφη, τὸ μὲν ὅλον προσδοκήσαντοσ αὐτοῦ τοὺσ Ἕλληνασ ἐκπλαγέντασ πάθει τηλικούτῳ καὶ πτήξαντασ ἀτρεμήσειν, ἄλλωσ δὲ καὶ καλλωπισαμένου χαρίζεσθαι τοῖσ τῶν συμμάχων ἐγκλήμασι· (Plutarch, Alexander, chapter 11 5:1)
(플루타르코스, Alexander, chapter 11 5:1)
유의어
-
to keep watch or guard
- νυκτοφυλακέω (감시하다, 보다, 조심하다)
- ἐμφρουρέω (to keep guard in)
- διασκοπέω (계속 지켜보다)
- οἰκουρέω (보호하다, 지키다, 유지하다)
- συμπαρατηρέω (to keep watch together)
- παραφρουρέω (to keep guard beside)
- φράζω ( 관찰하다, 감시하다, 지키다)
- παρακοιτέω (to keep watch beside)
- δυσωρέομαι (to keep painful watch)
- ὄρομαι (감시하다, 보다, 조심하다)
- ἀντιφυλάσσω (to watch in turn, to be on one's guard against)
- συμφυλάσσω (to keep guard along with, to guard with others)
- παρεφεδρεύω (to lie near to guard, to keep guard)
- φυλάσσω (보호하다, 지키다, 방어하다)
- ἀμφιπολέω (보호하다, 지키다, 감시하다)
- τηρέω (지키다, 돌보다, 보호하다)
-
보호하다
- φράζω ( 관찰하다, 감시하다, 지키다)
- νυκτοφυλακέω (감시하다, 보다, 조심하다)
- ἀντιφυλάσσω (to watch in turn, to be on one's guard against)
- φυλάσσω (보호하다, 지키다, 방어하다)
- ἀμφιπολέω (보호하다, 지키다, 감시하다)
- ἀγρυπνέω (경계하다)
- δέρκομαι (감시하다, 보다)
- τηρέω (지키다, 돌보다, 보호하다)
- διαφυλάσσω (경계하다, 감시하다)
- οἰκουρέω (보호하다, 지키다, 유지하다)
- παραφυλάσσω (to watch beside, to guard closely, watch narrowly)
- παραφυλάσσω (to be on one's guard)
-
관찰하다
- ἐπωπάω (관찰하다, 감시하다, 살피다)
- διατηρέω (관찰하다, 살피다, 알아차리다)
- φράζω ( 관찰하다, 감시하다, 지키다)
- θεάομαι (관찰하다, 바라보다, 감시하다)
- νωμάω (관찰하다, 감시하다, 살피다)
- ἐνεῖδον (관찰하다, 살피다, 알아차리다)
- δέρκομαι (감시하다, 보다)
- ἀγρυπνέω (경계하다)
- περιθεωρέω (to go round and observe)
-
조심하다