헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φόβος

2군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: φόβος φόβου

형태분석: φοβ (어간) + ος (어미)

어원: fe/bomai

  1. 공포, 두려움, 공황, 놀람
  2. 도망, 탈출
  3. 경외
  4. 테러, 두렵게 함
  1. fear, terror, alarm, fright, panic
  2. The act of fleeing: flight, retreat
  3. awe, reverence
  4. That which causes fear: terror

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 φόβος

공포가

φόβω

공포들이

φόβοι

공포들이

속격 φόβου

공포의

φόβοιν

공포들의

φόβων

공포들의

여격 φόβῳ

공포에게

φόβοιν

공포들에게

φόβοις

공포들에게

대격 φόβον

공포를

φόβω

공포들을

φόβους

공포들을

호격 φόβε

공포야

φόβω

공포들아

φόβοι

공포들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἢν γοῦν τοὺσ βασιλέασ αὐτῶν ἴδῃ τισ, οἵπερ εὐδαιμονέστατοι εἶναι δοκοῦσιν, ἔξω τοῦ ἀβεβαίου ὡσ φὴσ καὶ ^ ἀμφιβόλου τῆσ τύχησ, πλείω τῶν ἡδέων τὰ ἀνιαρὰ εὑρήσει προσόντα αὐτοῖσ, φόβουσ καὶ ταραχὰσ καὶ μίση καὶ ἐπιβουλὰσ καὶ ὀργὰσ καὶ κολακείασ· (Lucian, Contemplantes, (no name) 18:2)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 18:2)

  • τοὺσ φόβουσ καὶ τὰ δείματα καὶ ὑποψίασ καὶ μῖσοσ τὸ παρὰ τῶν συνόντων καὶ ἐπιβουλάσ, καὶ διὰ ταῦτα ὕπνον τε ὀλίγον, ἐπιπόλαιον κἀκεῖνον, καὶ ταραχῆσ μεστὰ ὀνείρατα καὶ ἐννοίασ πολυπλόκουσ καὶ ἐλπίδασ ἀεὶ πονηράσ, ἢ τὴν ἀσχολίαν καὶ χρηματισμοὺσ καὶ δίκασ καὶ ἐκστρατείασ καὶ προστάγματα καὶ συνθήματα καὶ λογισμούσ; (Lucian, Gallus, (no name) 25:5)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 25:5)

  • σκαιόν γε τἀνάλωμα τῆσ γλώσσησ τόδε, φόβουσ πονηροὺσ καὶ κενοὺσ δεδοικέναι. (Euripides, Suppliants, episode 4:30)

    (에우리피데스, Suppliants, episode 4:30)

  • εἰ γοῦν ἠπίστασθε τοὺσ φόβουσ καὶ τὰσ μερίμνασ ἃσ ἔχουσι, πάνυ ἂν ὑμῖν φευκτέον ὁ πλοῦτοσ ἔδοξεν. (Lucian, Saturnalia, letter 2 2:4)

    (루키아노스, Saturnalia, letter 2 2:4)

  • ὑπὲρ ὧν ἁπάντων οὗτοι πόνουσ πόνων διαδόχουσ ποιούμενοι, καὶ τοῖσ καθ’ ἡμέραν κινδύνοισ τοὺ<σ> εἰσ τὴν ἅπαντα χρόνον φόβουσ τῶν πολιτῶν καὶ τῶν Ἑλλήνων παραιρούμενοι, τὸ ζῆν ἀνήλωσαν εἰσ τὸ τοὺσ ἄλλουσ καλῶσ ζῆν. (Hyperides, Speeches, <[E)pita/fios]> 26:1)

    (히페레이데스, Speeches, <[E)pita/fios]> 26:1)

유의어

  1. 공포

  2. 도망

  3. 경외

  4. 테러

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION