Ancient Greek-English Dictionary Language

εὔκολος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: εὔκολος εὔκολον

Structure: εὐκολ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ko/lon

Sense

  1. easily satisfied, contented with one's food
  2. easily satisfied, contented, good-natured, peaceable, friendly, at peace with, tranquilly, calmly
  3. willing, agile
  4. easily led, prone
  5. easy

Examples

  • "ὁ δ’ ἵλεωσ καὶ πρᾶοσ, οὐ τρέσασ οὐδὲ διαφθείρασ οὔτε χρώματοσ οὐδὲν οὔτε σχήματοσ μάλ’ εὐκόλωσ ἐξέπιεν, ἀποθνῄσκοντα δ’ αὐτὸν ἐμακάριζον οἱ ζῶντεσ, ὡσ οὐδ’ ἐν Αἵδου θείασ ἄνευ μοίρασ ἐσόμενον. (Plutarch, An vitiositas ad infelicitatem sufficia, section 3 2:10)
  • "οὐχὶ καὶ Σωκράτει ταύτην προύπιεσ, ὁ δ’ ἵλεωσ καὶ πρᾶοσ, οὐ τρέσασ οὐδὲ διαφθείρασ οὔτε χρώματοσ οὐδὲν οὔτε σχήματοσ μάλ’ εὐκόλωσ ἐξέπιεν; (Plutarch, An vitiositas ad infelicitatem sufficia, section 3 6:6)
  • ἐπειδὴ γὰρ ἐκέκτητο μὲν ἐν τοῖσ μάλιστα πολλὴν καὶ ἀγαθὴν χώραν, ὤφειλε δὲ πάμπολλα, μήτε διαλῦσαι δυνάμενοσ τὰ χρέα μήτε τὴν χώραν προέσθαι βουλόμενοσ ἔπεισε τὸν Ἆγιν ὡσ ἀμφοτέρων μὲν ἅμα πραττομένων μέγασ ἔσοιτο περὶ τὴν πόλιν ὁ νεωτερισμόσ, εἰ δὲ τῇ τῶν χρεῶν ἀφέσει θεραπευθεῖεν οἱ κτηματικοὶ πρότερον, εὐκόλωσ ἂν αὐτῶν καὶ καθ’ ἡσυχίαν ὕστερον ἐνδεξομένων τὸν ἀναδασμόν. (Plutarch, Agis, chapter 13 2:1)
  • ἀνθρώπῳ, τὴν τῆσ δειλίασ ἐπώνυμον εὐκόλωσ ἐνἀσπαζόμενοσ. (Plutarch, Bruta animalia ratione uti, chapter, section 4 6:1)
  • ἐκπονούμενον, ἄνπερ ἐν καιρῷ φύσεωσ ἐπιλάβηται καὶ πόνον ἐνεγκεῖν καὶ δυσημερίαν εὐκόλωσ δυναμένησ. (Plutarch, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 1 22:1)

Synonyms

  1. easily led

  2. easy

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION