헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπώνυμος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπώνυμος ἐπώνυμος ἐπώνυμον

형태분석: ἐπωνυμ (어간) + ος (어미)

어원: o)/numa, aeolic for o)/noma

  1. named in a significant manner, with a significant name
  2. surnamed
  3. concerning giving one's name to something
  4. (neuter substantive) surname

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἐπώνυμος

(이)가

ἐπώνυμον

(것)가

속격 ἐπωνύμου

(이)의

ἐπωνύμου

(것)의

여격 ἐπωνύμῳ

(이)에게

ἐπωνύμῳ

(것)에게

대격 ἐπώνυμον

(이)를

ἐπώνυμον

(것)를

호격 ἐπώνυμε

(이)야

ἐπώνυμον

(것)야

쌍수주/대/호 ἐπωνύμω

(이)들이

ἐπωνύμω

(것)들이

속/여 ἐπωνύμοιν

(이)들의

ἐπωνύμοιν

(것)들의

복수주격 ἐπώνυμοι

(이)들이

ἐπώνυμα

(것)들이

속격 ἐπωνύμων

(이)들의

ἐπωνύμων

(것)들의

여격 ἐπωνύμοις

(이)들에게

ἐπωνύμοις

(것)들에게

대격 ἐπωνύμους

(이)들을

ἐπώνυμα

(것)들을

호격 ἐπώνυμοι

(이)들아

ἐπώνυμα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • υ καὶ ὑμεῖσ οὖν ἐν ταῖσ ἐπωνύμοισ ὑμῶν ἑορταῖσ ἐπίσημον ἡμέραν μετὰ πάσησ εὐωχίασ ἄγεται, ὅπωσ καὶ νῦν καὶ μετὰ ταῦτα σωτηρία ᾖ ἡμῖν καὶ τοῖσ εὐνοοῦσι Πέρσαισ, τοῖσ δὲ ἡμῖν ἐπιβουλεύουσι μνημόσυνον τῆσ ἀπωλείασ. (Septuagint, Liber Esther 8:32)

    (70인역 성경, 에스테르기 8:32)

  • Μηδαμῶσ, ὦ Πόσειδον, ἀλλ̓ ἐνταῦθα ἐν τῷ ἐπωνύμῳ πελάγει τεθάφθω· (Lucian, Dialogi Marini, poseidon and nereides, chapter 1 1:1)

    (루키아노스, Dialogi Marini, poseidon and nereides, chapter 1 1:1)

  • "ὥστε εὐεργέτησ ὑμῶν ὁ ἀνὴρ ἀναγεγράφθω καὶ χαλκοῦν αὐτὸν ἀναστήσατε παρὰ τοὺσ ἐπωνύμουσ ἢ ^ ἐν πόλει παρὰ τὴν Ἀθηνᾶν. (Lucian, Anacharsis, (no name) 17:7)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 17:7)

  • πείθεται μὲν τουτέοισι, καὶ τῷ μὲν παιδὶ λείπει καὶ γυναῖκα καὶ βασιληίην, αὐτὸσ δὲ ἐσ τὴν Βαβυλωνίην χώρην ἀπίκετο καὶ πόλιν ἐπὶ τῷ Εὐφρήτῃ ἐπώνυμον ἑωυτοῦ ἐποιήσατο, ἔνθα οἱ καὶ ἡ τελευτὴ ἐγένετο. (Lucian, De Syria dea, (no name) 18:15)

    (루키아노스, De Syria dea, (no name) 18:15)

  • ἐπώνυμοσ μὲν κάρτα καὶ φιλόπτολισ Δόλων· (Euripides, Rhesus, episode, iambic17)

    (에우리피데스, Rhesus, episode, iambic17)

  • ἐπώνυμοσ δὲ σοῦ πόλισ κεκλήσεται. (Euripides, episode, anapests 4:7)

    (에우리피데스, episode, anapests 4:7)

  • ἐπώνυμοσ δὲ σῆσ ἀφικόμην χθονὸσ Παλλάσ, δρόμῳ σπεύσασ’ Ἀπόλλωνοσ πάρα, ὃσ ἐσ μὲν ὄψιν σφῷν μολεῖν οὐκ ἠξίου, μὴ τῶν πάροιθε μέμψισ ἐσ μέσον μόλῃ, ἡμᾶσ δὲ πέμπει τοὺσ λόγουσ ὑμῖν φράσαι· (Euripides, Ion, episode, iambic 1:3)

    (에우리피데스, Ion, episode, iambic 1:3)

  • ὁ δεύτεροσ Ἀχαιόσ, ὃσ γῆσ παραλίασ Ῥίου πέλασ τύραννοσ ἔσται, κἀπισημανθήσεται κείνου κεκλῆσθαι λαὸσ ὄνομ’ ἐπώνυμοσ. (Euripides, Ion, episode, iambic 3:10)

    (에우리피데스, Ion, episode, iambic 3:10)

  • ὦ Πολύνεικεσ, ἔφυσ ἄρ’ ἐπώνυμοσ· (Euripides, Phoenissae, episode, lyric3)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode, lyric3)

유의어

  1. surnamed

  2. concerning giving one's name to something

  3. surname

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION