헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπώνυμος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπώνυμος ἐπώνυμος ἐπώνυμον

형태분석: ἐπωνυμ (어간) + ος (어미)

어원: o)/numa, aeolic for o)/noma

  1. named in a significant manner, with a significant name
  2. surnamed
  3. concerning giving one's name to something
  4. (neuter substantive) surname

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἐπώνυμος

(이)가

ἐπώνυμον

(것)가

속격 ἐπωνύμου

(이)의

ἐπωνύμου

(것)의

여격 ἐπωνύμῳ

(이)에게

ἐπωνύμῳ

(것)에게

대격 ἐπώνυμον

(이)를

ἐπώνυμον

(것)를

호격 ἐπώνυμε

(이)야

ἐπώνυμον

(것)야

쌍수주/대/호 ἐπωνύμω

(이)들이

ἐπωνύμω

(것)들이

속/여 ἐπωνύμοιν

(이)들의

ἐπωνύμοιν

(것)들의

복수주격 ἐπώνυμοι

(이)들이

ἐπώνυμα

(것)들이

속격 ἐπωνύμων

(이)들의

ἐπωνύμων

(것)들의

여격 ἐπωνύμοις

(이)들에게

ἐπωνύμοις

(것)들에게

대격 ἐπωνύμους

(이)들을

ἐπώνυμα

(것)들을

호격 ἐπώνυμοι

(이)들아

ἐπώνυμα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Στησιχόρου δὲ καὶ Πινδάρου ἐπεμνήσθη, τοῦ μὲν ὅτι μιμητὴσ Ὁμήρου γενέσθαι δοκεῖ καὶ τὴν ἅλωσιν οὐκ ἀναξίωσ ἐποίησε τῆσ Τροίασ, τοῦ δὲ Πινδάρου διά τε τὴν λαμπρότητα τῆσ φύσεωσ καὶ ὅτι τὸν πρόγονον αὐτοῦ καὶ ὁμώνυμον ἐπῄνεσεν Ἀλέξανδρον τὸν φιλέλληνα ἐπικληθέντα ποιήσασ εἰσ αὐτόν, ὀλβίων ἐπώνυμε Δαρδανιδᾶν. (Dio, Chrysostom, Orationes, 41:3)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 41:3)

유의어

  1. surnamed

  2. concerning giving one's name to something

  3. surname

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION