ἐκκόπτω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἐκκόπτω
ἐκκόψω
ἐκκέκοφα
ἐξεκόπην
Structure:
ἐκ
(Prefix)
+
κόπτ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to cut out, knock out, he had, knocked out
- to cut, out of, to fell, cut down all the trees
- to cut off, make an end of
- to beat off, repulse
- to cut off
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- τοῦ δὲ Καίσαροσ μεγάλην ἤδη τὴν δύναμιν οὖσαν εἰσ πολλὰ κατ’ ἀνάγκην χειμάδια διελόντοσ, αὐτοῦ δὲ πρὸσ τὴν Ἰταλίαν, ὥσπερ εἰώθει, τραπομένου, πάντα μὲν αὖθισ ἀνερρήγνυτο τὰ τῶν Γαλατῶν, καὶ στρατοὶ μεγάλοι περιϊόντεσ ἐξέκοπτον τὰ χειμάδια καὶ προσεμάχοντο τοῖσ χαρακώμασι τῶν Ῥωμαίων, οἱ δὲ πλεῖστοι καὶ κράτιστοι τῶν ἀποστάντων μετὰ Ἀβριόριγοσ Κότταν μὲν αὐτῷ στρατοπέδῳ καὶ Τιτύριον διέφθειραν, τὸ δὲ ὑπὸ Κικέρωνι τάγμα μυριάσιν ἓξ περισχόντεσ ἐπολιόρκουν καὶ μικρὸν ἀπέλιπον ᾑρηκέναι κατὰ κράτοσ, συντετρωμένων ἁπάντων καὶ παρὰ δύναμιν ὑπὸ προθυμίασ ἀμυνομένων. (Plutarch, Caesar, chapter 24 1:1)
- πλεῖστα δὲ Ῥωμαίοισ ἐνυβρίσαντεσ, ἔτι καὶ τὰσ ὁδοὺσ αὐτῶν ἀναβαίνοντεσ ἀπὸ θαλάσσησ ἐληΐζοντο καὶ τὰσ ἐγγὺσ ἐπαύλεισ ἐξέκοπτον. (Plutarch, Pompey, chapter 24 6:1)
- οὐ θαυμαστὸν δ’ εἰ τότε τὰσ μορίασ ἐξέκοπτον, ἐν ᾧ οὐδὲ τὰ ἡμέτερ’ αὐτῶν φυλάττειν ἐδυνάμεθα. (Lysias, Speeches, 9:2)
- ὃσ πρῶτον μὲν μεθ’ ἡμέραν ἐξέκοπτον τὸν σηκόν, ὥσπερ οὐ πάντασ λαθεῖν δέον, ἀλλὰ πάντασ Ἀθηναίουσ εἰδέναι. (Lysias, Speeches, 20:2)
- οἱ μὲν γὰρ τὰσ αὐλίουσ θύρασ ἐξέκοπτον, οἱ δὲ διὰ κλιμάκων ἐπὶ τὰσ ὀροφὰσ προσανέβαινον, ἄλλοι δὲ διηγωνίζοντο πρὸσ τοὺσ ἀπὸ τῶν στεγῶν ἀμυνομένουσ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter 7 3:1)
Synonyms
-
to cut out
-
to cut
-
to cut off
-
to beat off
-
to cut off
- θερίζω (to cut off)
- μιστύλλω (to cut up)
- κατατέμνω (to cut, up)
- ἐπιτέμνω (to cut off)
- ἐντέμνω (to cut up)
- ἀποτμήγω (to cut off from)
- ἀποθερίζω (to cut off)
- ἀποκόπτω ( I cut off)
- ἀπαμάω (to cut off)
- ἀποκόπτω (I cut off)
- ἀμάω (to cut)
- συγκατακόπτω (to cut up together)
- ἐπικείρω (to cut off, cut down)
- διατέμνω (to cut up, to be cut into)
- διαμάω (to cut through)
- προτέμνω (to cut up beforehand)
- ἐντέμνω (to cut in two)
- δατέομαι (to cut in two)
- συγκόπτω (to break up, cut up)
- κρεοκοπέω (to cut in pieces)
- καταμερίζω (to cut in pieces)
- κατακόπτω (to cut in pieces, "cut up, ")
- ἀνατέμνω (to cut open)
- ἐγκατατέμνω (to cut up among)
- ἐπικείρω (to cut short)
- ἀποκείρω (to cut off, slay)
- συντέμνω (to cut out, shape)
- ἐπικνίζω (to cut on the surface)
- ἀποτέμνω (to cut off, sever, having)
- διαρταμέω (to cut limb from limb)
- ἐγγλύφω (to cut in, carve)
Derived
- ἀνακόπτω (to drive back, to beat back, to stop: - )
- ἀποκόπτω (I cut off, I smite the breast in mourning, I mourn)
- διακόπτω (to cut in two, cut through, to break through)
- ἐγκόπτω (to hinder, thwart)
- ἐπικόπτω (to strike upon, from above), to fell)
- κατακόπτω (to cut down, cut in pieces, cut up)
- κόπτω ( strike; cut; shake)
- παρακόπτω (to strike falsely, counterfeit;, base coin)
- περικόπτω (to cut all round, clip, mutilate)
- προκόπτω (to cut away in front, to forward, to be forwarded)
- προσκόπτω (to strike, against, to stumble or strike against)
- συγκατακόπτω (to cut up together)
- συγκόπτω (to break up, cut up, to thrash soundly)
- συνεκκόπτω (to help to cut away)
- ὑποκόπτω (to cut beneath, to hamstring)