εἴσοδος
2군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
εἴσοδος
εἰσόδου
형태분석:
εἰσοδ
(어간)
+
ος
(어미)
뜻
- 입구, 입장, 출입구, 오래
- 입구, 입장, 출입구
- 방문, 의무 종사
- way in, entrance, entry
- an act of going in, entrance
- entrance into the lists to contend in the games
- a right or privilege of entrance
- a visit
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- λέγων διακατασχεῖν τὰσ ἀναβάσεισ τῆσ ὀρεινῆσ, ὅτι δἰ αὐτῶν ἦν ἡ εἴσοδοσ εἰσ τὴν Ἰουδαίαν, καὶ ἦν εὐχερῶσ διακωλῦσαι αὐτοὺσ προσβαίνοντασ, στενῆσ τῆσ προσβάσεωσ οὔσησ ἐπ̓ ἄνδρασ τοὺσ πάντασ δύο. (Septuagint, Liber Iudith 4:7)
(70인역 성경, 유딧기 4:7)
- μία δὲ πάντων εἴσοδοσ εἰσ τὸν βίον, ἔξοδόσ τε ἴση. (Septuagint, Liber Sapientiae 7:6)
(70인역 성경, 지혜서 7:6)
- ἡ δὲ τῶν στεφάνων καὶ μύρων πρότερον εἴσοδοσ εἰσ τὰ συμπόσια ἡγεῖτο τῆσ δευτέρασ τραπέζησ, ὡσ παρίστησι Νικόστρατοσ ἐν Ψευδοστιγματίᾳ διὰ τούτων. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 331)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 331)
- εἴσοδοσ δὲ μία στενὴ διὰ πάντων ἦν, καὶ πυλωρὸσ ἐφειστήκει Τίμων ὁ Ἀθηναῖοσ. (Lucian, Verae Historiae, book 2 31:1)
(루키아노스, Verae Historiae, book 2 31:1)
- μία μὲν γὰρ εἴσοδοσ ἡ διὰ τοῦ στόματοσ ἅπασι τοῖσ σιτίοισ, οὐχ ἓν δὲ τὸ τρεφόμενον ἀλλὰ πάμπολλά τε καὶ πάμπολυ διεστῶτα. (Galen, On the Natural Faculties., , section 1021)
(갈레노스, On the Natural Faculties., , section 1021)
- καὶ ἐποίησε Σαμουὴλ πάντα, ἃ ἐλάλησεν αὐτῷ Κύριοσ, καὶ ἦλθεν εἰσ Βηθλεέμ. καὶ ἐξέστησαν οἱ πρεσβύτεροι τῆσ πόλεωσ τῇ ἀπαντήσει αὐτοῦ καὶ εἶπαν. εἰρήνη ἡ εἴσοδόσ σου, ὁ βλέπων̣ (Septuagint, Liber I Samuelis 16:4)
(70인역 성경, 사무엘기 상권 16:4)
- καὶ ἐκάλεσεν Ἀγχοῦσ τὸν Δαυὶδ καὶ εἶπεν αὐτῷ. ζῇ Κύριοσ, ὅτι εὐθὴσ σὺ καὶ ἀγαθὸσ ἐν ὀφθαλμοῖσ μου, καὶ ἡ ἔξοδόσ σου και ἡ εἴσοδόσ σου μετ̓ ἐμοῦ ἐν τῇ παρεμβολῇ, καὶ ὅτι οὐχ εὕρηκα κατὰ σοῦ κακίαν ἀφ̓ ἧσ ἡμέρασ ἥκεισ πρόσ με ἕωσ τῆσ σήμερον ἡμέρασ. καὶ ἐν ὀφθαλμοῖσ τῶν σατραπῶν οὐκ ἀγαθὸσ σύ. (Septuagint, Liber I Samuelis 29:6)
(70인역 성경, 사무엘기 상권 29:6)
- καὶ εἰσῆλθεν Ἀδωνίασ υἱὸσ Ἀγγὶθ πρὸσ Βηρσαβεὲ μητέρα Σαλωμὼν καὶ προσεκύνησεν αὐτῇ. ἡ δὲ εἶπεν. εἰρήνη ἡ εἴσοδόσ σου̣ καὶ εἶπεν. εἰρήνη. (Septuagint, Liber I Regum 2:13)
(70인역 성경, 열왕기 상권 2:13)
유의어
-
입구
-
입구
-
a right or privilege of entrance
-
방문