헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐφάπτω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐφάπτω ἐφάψω ἐφῆμμαι

형태분석: ἐπ (접두사) + ά̔πτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 묶다, 매다
  2. 달성하다, 도달하다, 이루다, 실현하다
  3. 적용하다
  4. 소유하다 (완료수동분사로 쓰여)
  5. 연결되다
  6. 뒤따르다, 따르다, 따라가다
  1. to bind on
  2. to lay hold of, to lay hold of, reach with the mind, attain
  3. (with dative) to apply oneself to
  4. (perfect passive participle) possessed of
  5. to be connected with
  6. to follow, come next

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐφάπτω

(나는) 묶는다

ἐφάπτεις

(너는) 묶는다

ἐφάπτει

(그는) 묶는다

쌍수 ἐφάπτετον

(너희 둘은) 묶는다

ἐφάπτετον

(그 둘은) 묶는다

복수 ἐφάπτομεν

(우리는) 묶는다

ἐφάπτετε

(너희는) 묶는다

ἐφάπτουσιν*

(그들은) 묶는다

접속법단수 ἐφάπτω

(나는) 묶자

ἐφάπτῃς

(너는) 묶자

ἐφάπτῃ

(그는) 묶자

쌍수 ἐφάπτητον

(너희 둘은) 묶자

ἐφάπτητον

(그 둘은) 묶자

복수 ἐφάπτωμεν

(우리는) 묶자

ἐφάπτητε

(너희는) 묶자

ἐφάπτωσιν*

(그들은) 묶자

기원법단수 ἐφάπτοιμι

(나는) 묶기를 (바라다)

ἐφάπτοις

(너는) 묶기를 (바라다)

ἐφάπτοι

(그는) 묶기를 (바라다)

쌍수 ἐφάπτοιτον

(너희 둘은) 묶기를 (바라다)

ἐφαπτοίτην

(그 둘은) 묶기를 (바라다)

복수 ἐφάπτοιμεν

(우리는) 묶기를 (바라다)

ἐφάπτοιτε

(너희는) 묶기를 (바라다)

ἐφάπτοιεν

(그들은) 묶기를 (바라다)

명령법단수 ἐφάπτε

(너는) 묶어라

ἐφαπτέτω

(그는) 묶어라

쌍수 ἐφάπτετον

(너희 둘은) 묶어라

ἐφαπτέτων

(그 둘은) 묶어라

복수 ἐφάπτετε

(너희는) 묶어라

ἐφαπτόντων, ἐφαπτέτωσαν

(그들은) 묶어라

부정사 ἐφάπτειν

묶는 것

분사 남성여성중성
ἐφαπτων

ἐφαπτοντος

ἐφαπτουσα

ἐφαπτουσης

ἐφαπτον

ἐφαπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐφάπτομαι

(나는) 묶어진다

ἐφάπτει, ἐφάπτῃ

(너는) 묶어진다

ἐφάπτεται

(그는) 묶어진다

쌍수 ἐφάπτεσθον

(너희 둘은) 묶어진다

ἐφάπτεσθον

(그 둘은) 묶어진다

복수 ἐφαπτόμεθα

(우리는) 묶어진다

ἐφάπτεσθε

(너희는) 묶어진다

ἐφάπτονται

(그들은) 묶어진다

접속법단수 ἐφάπτωμαι

(나는) 묶어지자

ἐφάπτῃ

(너는) 묶어지자

ἐφάπτηται

(그는) 묶어지자

쌍수 ἐφάπτησθον

(너희 둘은) 묶어지자

ἐφάπτησθον

(그 둘은) 묶어지자

복수 ἐφαπτώμεθα

(우리는) 묶어지자

ἐφάπτησθε

(너희는) 묶어지자

ἐφάπτωνται

(그들은) 묶어지자

기원법단수 ἐφαπτοίμην

(나는) 묶어지기를 (바라다)

ἐφάπτοιο

(너는) 묶어지기를 (바라다)

ἐφάπτοιτο

(그는) 묶어지기를 (바라다)

쌍수 ἐφάπτοισθον

(너희 둘은) 묶어지기를 (바라다)

ἐφαπτοίσθην

(그 둘은) 묶어지기를 (바라다)

복수 ἐφαπτοίμεθα

(우리는) 묶어지기를 (바라다)

ἐφάπτοισθε

(너희는) 묶어지기를 (바라다)

ἐφάπτοιντο

(그들은) 묶어지기를 (바라다)

명령법단수 ἐφάπτου

(너는) 묶어져라

ἐφαπτέσθω

(그는) 묶어져라

쌍수 ἐφάπτεσθον

(너희 둘은) 묶어져라

ἐφαπτέσθων

(그 둘은) 묶어져라

복수 ἐφάπτεσθε

(너희는) 묶어져라

ἐφαπτέσθων, ἐφαπτέσθωσαν

(그들은) 묶어져라

부정사 ἐφάπτεσθαι

묶어지는 것

분사 남성여성중성
ἐφαπτομενος

ἐφαπτομενου

ἐφαπτομενη

ἐφαπτομενης

ἐφαπτομενον

ἐφαπτομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓φηπτον

(나는) 묶고 있었다

έ̓φηπτες

(너는) 묶고 있었다

έ̓φηπτεν*

(그는) 묶고 있었다

쌍수 ἐφῆπτετον

(너희 둘은) 묶고 있었다

ἐφήπτετην

(그 둘은) 묶고 있었다

복수 ἐφῆπτομεν

(우리는) 묶고 있었다

ἐφῆπτετε

(너희는) 묶고 있었다

έ̓φηπτον

(그들은) 묶고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐφήπτομην

(나는) 묶어지고 있었다

ἐφῆπτου

(너는) 묶어지고 있었다

ἐφῆπτετο

(그는) 묶어지고 있었다

쌍수 ἐφῆπτεσθον

(너희 둘은) 묶어지고 있었다

ἐφήπτεσθην

(그 둘은) 묶어지고 있었다

복수 ἐφήπτομεθα

(우리는) 묶어지고 있었다

ἐφῆπτεσθε

(너희는) 묶어지고 있었다

ἐφῆπτοντο

(그들은) 묶어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "Τοῖσ μὴ δυναμένοισ, ὦ Ἡρόδοτε, ἕκαστα τῶν περὶ φύσεωσ ἀναγεγραμμένων ἡμῖν ἐξακριβοῦν μηδὲ τὰσ μείζουσ τῶν συντεταγμένων βίβλουσ διαθρεῖν ἐπιτομὴν τῆσ ὅλησ πραγματείασ εἰσ τὸ κατασχεῖν τῶν ὁλοσχερωτάτων γε δοξῶν τὴν μνήμην ἱκανῶσ αὐτὸσ παρεσκεύασα, ἵνα παρ’ ἑκάστουσ τῶν καιρῶν ἐν τοῖσ κυριωτάτοισ βοηθεῖν αὑτοῖσ δύνωνται, καθ’ ὅσον ἂν ἐφάπτωνται τῆσ περὶ φύσεωσ θεωρίασ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 35:1)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 35:1)

  • Εἂν δύο κύκλοι ἐφάπτωνται ἀλλήλων, οὐκ ἔσται αὐτῶν τὸ αὐτὸ κέντρον. (Euclid, Elements, book 3, type Prop87)

    (유클리드, Elements, book 3, type Prop87)

  • Εἂν ἄρα δύο κύκλοι ἐφάπτωνται ἀλλήλων, οὐκ ἔσται αὐτῶν τὸ αὐτὸ κέντρον· (Euclid, Elements, book 3, type Prop97)

    (유클리드, Elements, book 3, type Prop97)

  • Εἂν δύο κύκλοι ἐφάπτωνται ἀλλήλων ἐντόσ, καὶ ληφθῇ αὐτῶν τὰ κέντρα, ἡ ἐπὶ τὰ κέντρα αὐτῶν ἐπιζευγνυμένη εὐθεῖα καὶ ἐκβαλλομένη ἐπὶ τὴν συναφὴν πεσεῖται τῶν κύκλων. (Euclid, Elements, book 3, type Prop187)

    (유클리드, Elements, book 3, type Prop187)

  • Εἂν ἄρα δύο κύκλοι ἐφάπτωνται ἀλλήλων ἐντόσ, [καὶ ληφθῇ αὐτῶν τὰ κέντρα], ἡ ἐπὶ τὰ κέντρα αὐτῶν ἐπιζευγνυμένη εὐθεῖα [καὶ ἐκβαλλομένη] ἐπὶ τὴν συναφὴν πεσεῖται τῶν κύκλων· (Euclid, Elements, book 3, type Prop198)

    (유클리드, Elements, book 3, type Prop198)

유의어

  1. 묶다

  2. 달성하다

  3. 적용하다

  4. 소유하다

  5. 연결되다

  6. 뒤따르다

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION