Ancient Greek-English Dictionary Language

δρομικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δρομικός δρομική δρομικόν

Structure: δρομικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: dramei=n

Sense

  1. good at running, swift, fleet, the race

Examples

  • καὶ λοιπὸν ἑώθεν ἀνιστάμενοσ ταῦτα τηρεῖ καὶ φυλάσσει, λούεται ὡσ πιστόσ, ὡσ αἰδήμων ἐσθίει, ὡσαύτωσ ἐπὶ τῆσ ἀεὶ παραπιπτούσησ ὕλησ τὰ προηγούμενα ἐκπονῶν, ὡσ ὁ δρομεὺσ δρομικῶσ καὶ ὁ φώνασκοσ φωνασκικῶσ· (Epictetus, Works, book 1, 20:1)
  • συνήνεγκεν, πρὶν ἀντὶ πεζῶν ὁπλιτῶν μονίμων ναυτικοὺσ γενομένουσ ἐθισθῆναι, πυκνὰ ἀποπηδῶντασ, δρομικῶσ εἰσ τὰσ ναῦσ ταχὺ πάλιν ἀποχωρεῖν, καὶ δοκεῖν μηδὲν αἰσχρὸν ποιεῖν μὴ τολμῶντασ ἀποθνῄσκειν μένοντασ ἐπιφερομένων πολεμίων, ἀλλ’ εἰκυίασ αὐτοῖσ γίγνεσθαι προφάσεισ καὶ σφόδρα ἑτοίμασ ὅπλα τε ἀπολλῦσιν καὶ φεύγουσι δή τινασ οὐκ αἰσχράσ, ὥσ φασιν, φυγάσ. (Plato, Laws, book 4 15:1)

Synonyms

  1. good at running

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION