헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διατείνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διατείνω διατενω διατέτακα

형태분석: δια (접두사) + τείν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 뻗다, 도달하다, 내밀다
  2. 계속하다, 뻗다, 내밀다
  3. 노력하다, 힘쓰다, 수고하다
  4. 싸우다, 다투다, 교전하다
  1. to stretch to the uttermost, to stretch out
  2. to extend, continue
  3. to exert oneself, at full speed, with all one's force, to exert oneself
  4. to maintain earnestly, contend for
  5. to stretch out for oneself, to have their, poised, to have one's, strung

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διατείνω

(나는) 뻗는다

διατείνεις

(너는) 뻗는다

διατείνει

(그는) 뻗는다

쌍수 διατείνετον

(너희 둘은) 뻗는다

διατείνετον

(그 둘은) 뻗는다

복수 διατείνομεν

(우리는) 뻗는다

διατείνετε

(너희는) 뻗는다

διατείνουσιν*

(그들은) 뻗는다

접속법단수 διατείνω

(나는) 뻗자

διατείνῃς

(너는) 뻗자

διατείνῃ

(그는) 뻗자

쌍수 διατείνητον

(너희 둘은) 뻗자

διατείνητον

(그 둘은) 뻗자

복수 διατείνωμεν

(우리는) 뻗자

διατείνητε

(너희는) 뻗자

διατείνωσιν*

(그들은) 뻗자

기원법단수 διατείνοιμι

(나는) 뻗기를 (바라다)

διατείνοις

(너는) 뻗기를 (바라다)

διατείνοι

(그는) 뻗기를 (바라다)

쌍수 διατείνοιτον

(너희 둘은) 뻗기를 (바라다)

διατεινοίτην

(그 둘은) 뻗기를 (바라다)

복수 διατείνοιμεν

(우리는) 뻗기를 (바라다)

διατείνοιτε

(너희는) 뻗기를 (바라다)

διατείνοιεν

(그들은) 뻗기를 (바라다)

명령법단수 διατείνε

(너는) 뻗어라

διατεινέτω

(그는) 뻗어라

쌍수 διατείνετον

(너희 둘은) 뻗어라

διατεινέτων

(그 둘은) 뻗어라

복수 διατείνετε

(너희는) 뻗어라

διατεινόντων, διατεινέτωσαν

(그들은) 뻗어라

부정사 διατείνειν

뻗는 것

분사 남성여성중성
διατεινων

διατεινοντος

διατεινουσα

διατεινουσης

διατεινον

διατεινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διατείνομαι

(나는) 뻗힌다

διατείνει, διατείνῃ

(너는) 뻗힌다

διατείνεται

(그는) 뻗힌다

쌍수 διατείνεσθον

(너희 둘은) 뻗힌다

διατείνεσθον

(그 둘은) 뻗힌다

복수 διατεινόμεθα

(우리는) 뻗힌다

διατείνεσθε

(너희는) 뻗힌다

διατείνονται

(그들은) 뻗힌다

접속법단수 διατείνωμαι

(나는) 뻗히자

διατείνῃ

(너는) 뻗히자

διατείνηται

(그는) 뻗히자

쌍수 διατείνησθον

(너희 둘은) 뻗히자

διατείνησθον

(그 둘은) 뻗히자

복수 διατεινώμεθα

(우리는) 뻗히자

διατείνησθε

(너희는) 뻗히자

διατείνωνται

(그들은) 뻗히자

기원법단수 διατεινοίμην

(나는) 뻗히기를 (바라다)

διατείνοιο

(너는) 뻗히기를 (바라다)

διατείνοιτο

(그는) 뻗히기를 (바라다)

쌍수 διατείνοισθον

(너희 둘은) 뻗히기를 (바라다)

διατεινοίσθην

(그 둘은) 뻗히기를 (바라다)

복수 διατεινοίμεθα

(우리는) 뻗히기를 (바라다)

διατείνοισθε

(너희는) 뻗히기를 (바라다)

διατείνοιντο

(그들은) 뻗히기를 (바라다)

명령법단수 διατείνου

(너는) 뻗혀라

διατεινέσθω

(그는) 뻗혀라

쌍수 διατείνεσθον

(너희 둘은) 뻗혀라

διατεινέσθων

(그 둘은) 뻗혀라

복수 διατείνεσθε

(너희는) 뻗혀라

διατεινέσθων, διατεινέσθωσαν

(그들은) 뻗혀라

부정사 διατείνεσθαι

뻗히는 것

분사 남성여성중성
διατεινομενος

διατεινομενου

διατεινομενη

διατεινομενης

διατεινομενον

διατεινομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διατένω

(나는) 뻗겠다

διατένεις

(너는) 뻗겠다

διατένει

(그는) 뻗겠다

쌍수 διατένετον

(너희 둘은) 뻗겠다

διατένετον

(그 둘은) 뻗겠다

복수 διατένομεν

(우리는) 뻗겠다

διατένετε

(너희는) 뻗겠다

διατένουσιν*

(그들은) 뻗겠다

기원법단수 διατένοιμι

(나는) 뻗겠기를 (바라다)

διατένοις

(너는) 뻗겠기를 (바라다)

διατένοι

(그는) 뻗겠기를 (바라다)

쌍수 διατένοιτον

(너희 둘은) 뻗겠기를 (바라다)

διατενοίτην

(그 둘은) 뻗겠기를 (바라다)

복수 διατένοιμεν

(우리는) 뻗겠기를 (바라다)

διατένοιτε

(너희는) 뻗겠기를 (바라다)

διατένοιεν

(그들은) 뻗겠기를 (바라다)

부정사 διατένειν

뻗을 것

분사 남성여성중성
διατενων

διατενοντος

διατενουσα

διατενουσης

διατενον

διατενοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διατένομαι

(나는) 뻗히겠다

διατένει, διατένῃ

(너는) 뻗히겠다

διατένεται

(그는) 뻗히겠다

쌍수 διατένεσθον

(너희 둘은) 뻗히겠다

διατένεσθον

(그 둘은) 뻗히겠다

복수 διατενόμεθα

(우리는) 뻗히겠다

διατένεσθε

(너희는) 뻗히겠다

διατένονται

(그들은) 뻗히겠다

기원법단수 διατενοίμην

(나는) 뻗히겠기를 (바라다)

διατένοιο

(너는) 뻗히겠기를 (바라다)

διατένοιτο

(그는) 뻗히겠기를 (바라다)

쌍수 διατένοισθον

(너희 둘은) 뻗히겠기를 (바라다)

διατενοίσθην

(그 둘은) 뻗히겠기를 (바라다)

복수 διατενοίμεθα

(우리는) 뻗히겠기를 (바라다)

διατένοισθε

(너희는) 뻗히겠기를 (바라다)

διατένοιντο

(그들은) 뻗히겠기를 (바라다)

부정사 διατένεσθαι

뻗힐 것

분사 남성여성중성
διατενομενος

διατενομενου

διατενομενη

διατενομενης

διατενομενον

διατενομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διέτεινον

(나는) 뻗고 있었다

διέτεινες

(너는) 뻗고 있었다

διέτεινεν*

(그는) 뻗고 있었다

쌍수 διετείνετον

(너희 둘은) 뻗고 있었다

διετεινέτην

(그 둘은) 뻗고 있었다

복수 διετείνομεν

(우리는) 뻗고 있었다

διετείνετε

(너희는) 뻗고 있었다

διέτεινον

(그들은) 뻗고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διετεινόμην

(나는) 뻗히고 있었다

διετείνου

(너는) 뻗히고 있었다

διετείνετο

(그는) 뻗히고 있었다

쌍수 διετείνεσθον

(너희 둘은) 뻗히고 있었다

διετεινέσθην

(그 둘은) 뻗히고 있었다

복수 διετεινόμεθα

(우리는) 뻗히고 있었다

διετείνεσθε

(너희는) 뻗히고 있었다

διετείνοντο

(그들은) 뻗히고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 뻗다

  2. 계속하다

  3. 싸우다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION