헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δεσπότης

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δεσπότης δεσπότου

형태분석: δεσποτ (어간) + ης (어미)

어원: The latter part -po/ths is prob. from same Root as po/sis, and Lat. potis, potior: the syll. des- is uncertain.

  1. 주인, 통치자, 대가
  2. 통치자, 왕, 지배자
  3. 주인, 소유자, 승리
  1. master, lord (most commonly in the context of one who owns slaves)
  2. ruler, despot
  3. generally: owner

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 δεσπότης

주인이

δεσπότᾱ

주인들이

δεσπόται

주인들이

속격 δεσπότου

주인의

δεσπόταιν

주인들의

δεσποτῶν

주인들의

여격 δεσπότῃ

주인에게

δεσπόταιν

주인들에게

δεσπόταις

주인들에게

대격 δεσπότην

주인을

δεσπότᾱ

주인들을

δεσπότᾱς

주인들을

호격 δεσπότα

주인아

δεσπότᾱ

주인들아

δεσπόται

주인들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • διόπερ καὶ αὐτὸσ ὁ τόποσ συμμετασχὼν τῶν τοῦ ἔθνουσ δυσπετημάτων γενομένων, ὕστερον εὐεργετημάτων ὑπὸ τοῦ Κυρίου ἐκοινώνησε, καὶ ὁ καταληφθεὶσ ἐν τῇ τοῦ Παντοκράτοροσ ὀργῇ πάλιν ἐν τῇ τοῦ μεγάλου Δεσπότου καταλλαγῇ μετὰ πάσησ δόξησ ἐπανωρθώθη. (Septuagint, Liber Maccabees II 5:20)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 5:20)

  • καὶ ἡδίστῳ καὶ βαθεῖ κατεσχέθη τῇ ἐνεργείᾳ τοῦ Δεσπότου, τῆσ ἀθέσμου μὲν προθέσεωσ πολὺ διεσφαλμένοσ, τοῦ δὲ ἀμεταθέτου λογισμοῦ μεγάλωσ διεψευσμένοσ. (Septuagint, Liber Maccabees III 5:12)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 5:12)

  • μὴ παραδῷσ οἰκέτην εἰσ χεῖρασ δεσπότου, μήποτε καταράσηταί σε καὶ ἀφανισθῇσ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 24:36)

    (70인역 성경, 잠언 24:36)

  • καὶ τὸ πρᾶγμα γελοιότατόν ἐστιν, ὁπόταν τισ ἄφνω ἀκούσῃ ὅτι ὁ Ἡρακλῆσ μὲν θεὸσ ἀπεδείχθη, ὁ δὲ Εὐρυσθεύσ, ὃσ ἐπέταττεν αὐτῷ, τέθνηκεν, καὶ πλησίον Ἡρακλέουσ νεὼσ οἰκέτου ὄντοσ καὶ Εὐρυσθέωσ τάφοσ τοῦ δεσπότου αὐτοῦ, καὶ πάλιν ἐν Θήβαισ Διόνυσοσ μὲν θεόσ, οἱ δ’ ἀνεψιοὶ αὐτοῦ ὁ Πενθεὺσ καὶ ὁ Ἀκταίων καὶ ὁ Λέαρχοσ ἀνθρώπων ἁπάντων κακοδαιμονέστατοι. (Lucian, Deorum concilium, (no name) 7:1)

    (루키아노스, Deorum concilium, (no name) 7:1)

  • ἡ ἐλευθερία δὲ πρόχειροσ ἄκοντοσ τοῦ δεσπότου, κἂν εἰ βούλοιτο ἀπάγειν, παταχθησομένου τῷ ξύλῳ. (Lucian, Fugitivi, (no name) 14:3)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 14:3)

유의어

  1. 주인

  2. 통치자

  3. 주인

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION