헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δεσπότης

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δεσπότης δεσπότου

형태분석: δεσποτ (어간) + ης (어미)

어원: The latter part -po/ths is prob. from same Root as po/sis, and Lat. potis, potior: the syll. des- is uncertain.

  1. 주인, 통치자, 대가
  2. 통치자, 왕, 지배자
  3. 주인, 소유자, 승리
  1. master, lord (most commonly in the context of one who owns slaves)
  2. ruler, despot
  3. generally: owner

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 δεσπότης

주인이

δεσπότᾱ

주인들이

δεσπόται

주인들이

속격 δεσπότου

주인의

δεσπόταιν

주인들의

δεσποτῶν

주인들의

여격 δεσπότῃ

주인에게

δεσπόταιν

주인들에게

δεσπόταις

주인들에게

대격 δεσπότην

주인을

δεσπότᾱ

주인들을

δεσπότᾱς

주인들을

호격 δεσπότα

주인아

δεσπότᾱ

주인들아

δεσπόται

주인들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τὰ τῶν ἄλλων διῴκουν θεραπεύοντεσ ἀλλ’ οὐχ ὑβρίζοντεσ τοὺσ Ἕλληνασ καὶ στρατηγεῖν οἰόμενοι δεῖν αὐτῶν ἀλλὰ μὴ τυραννεῖν αὐτῶν καὶ μᾶλλον ἐπιθυμοῦντεσ ἡγεμόνεσ ἢ δεσπόται προσαγορεύεσθαι καὶ σωτῆρεσ ἀλλὰ μὴ λυμεῶνεσ ἀποκαλεῖσθαι, τῷ ποιεῖν εὖ προσαγόμενοι τὰσ πόλεισ ἀλλ’ οὐ βίᾳ καταστρεφόμενοι, πιστοτέροισ μὲν τοῖσ λόγοισ ἢ νῦν τοῖσ ὁρ́κοισ χρώμενοι, ταῖσ δὲ συνθήκαισ ὥσπερ ἀνάγκαισ ἐμμένειν ἀξιοῦντεσ. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 14 2:8)

    (디오니시오스, De Isocrate, chapter 14 2:8)

  • ἀμέλει καὶ πράττων ταῦτα διετέλει, οὐ μόνον προῖκα τοῖσ ἀξιοῦσι συνδιατρίβων, ἀλλὰ καὶ τοῖσ δεομένοισ ἐπαρκῶν καὶ πάσησ περιουσίασ καταφρονῶν, τοσούτου δέων ὀρέγεσθαι τῶν οὐδὲν προσηκόντων, ὥστε μηδὲ τῶν ἑαυτοῦ φθειρομένων ποιεῖσθαι πρόνοιαν, ὅσ γε καὶ ἀγρὸν οὐ πόρρω τῆσ πόλεωσ κεκτημένοσ οὐδὲ ἐπιβῆναι αὐτοῦ πολλῶν ἐτῶν ἠξίωσεν, ἀλλ’ οὐδὲ τὴν ἀρχὴν αὑτοῦ εἶναι διωμολόγει, ταῦτ’ οἶμαι ὑπειληφώσ, ὅτι τούτων φύσει μὲν οὐδενόσ ἐσμεν κύριοι, νόμῳ δὲ καὶ διαδοχῇ τὴν χρῆσιν αὐτῶν εἰσ ἀόριστον παραλαμβάνοντεσ ὀλιγοχρόνιοι δεσπόται νομιζόμεθα, κἀπειδὰν ἡ προθεσμία παρέλθῃ, τηνικαῦτα παραλαβὼν ἄλλοσ ἀπολαύει τοῦ ὀνόματοσ. (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 26:1)

    (루키아노스, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 26:1)

  • Ἀχαιοὶ δεσπόται μ’ ἄγουσιν. (Euripides, The Trojan Women, episode, strophe 11)

    (에우리피데스, The Trojan Women, episode, strophe 11)

  • μεθεῖσαν δεσπόται με θεοῦ γύαλα τάδ’ εἰσιδεῖν. (Euripides, Ion, choral, antistrophe 214)

    (에우리피데스, Ion, choral, antistrophe 214)

  • ὡσ ὅταν γ’ οἱ δεσπόται ἐσπουδάκωσι, κλαύμαθ’ ἡμῖν γίγνεται. (Aristophanes, Frogs, Episode 1:22)

    (아리스토파네스, Frogs, Episode 1:22)

유의어

  1. 주인

  2. 통치자

  3. 주인

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION