Ancient Greek-English Dictionary Language

δεινός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δεινός δεινή δεινόν

Structure: δειν (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from de/os, properly deeino/s, cf. e)leeino/s, e)leino/s, from e)/leos

Sense

  1. terrible, horrible, fearful, astounding
  2. (neuter substantive) danger
  3. marvelous, mighty, powerful
  4. wondrous, strange
  5. able, skillful, clever
  6. shamefully timid, cowardly

Examples

  • ἢ νεοκτίστουσ θυμοῦ πλήρεισ θῆρασ ἀγνώστουσ ἤτοι πυρπνόον φυσῶντασ ἆσθμα ἢ βρόμουσ λικμωμένουσ καπνοῦ ἢ δεινοὺσ ἀπ̓ ὀμμάτων σπινθῆρασ ἀστράπτοντασ, (Septuagint, Liber Sapientiae 11:18)
  • καθάπερ γὰρ ἐν βουλετηρίῳ τῇ ἑαυτῆσ ψυχῇ δεινοὺσ ὁρῶσα συμβούλουσ, φύσιν καὶ γένεσιν καὶ φιλοτεκνίαν καὶ τέκνων στρέβλασ, (Septuagint, Liber Maccabees IV 15:25)
  • εἶτά μοι εἰσ τὸ αὐτὸ φέρων συγκαθεῖρξεν τὸ σκῶμμα καὶ τὸν ἰάμβον καὶ κυνισμὸν καὶ τὸν Εὔπολιν καὶ τὸν Ἀριστοφάνη, δεινοὺσ ἄνδρασ ἐπικερτομῆσαι τὰ σεμνὰ καὶ χλευάσαι τὰ ὀρθῶσ ἔχοντα. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 33:9)
  • ἐξ ὧν οὐ λέγειν δεινοὺσ μόνον ἀπεργάσαιτ’ ἂν τοὺσ προσέχοντασ αὐτῷ τὸν νοῦν, ἀλλὰ καὶ τὰ ἤθη σπουδαίουσ, οἴκῳ τε καὶ πόλει καὶ ὅλῃ τῇ Ἑλλάδι χρησίμουσ. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 45)
  • αὐτὰρ Ἄρηι ῥινοτόρῳ Κυθέρεια Φόβον καὶ Δεῖμον ἔτικτε δεινούσ, οἵτ’ ἀνδρῶν πυκινὰσ κλονέουσι φάλαγγασ ἐν πολέμῳ κρυόεντι σὺν Ἄρηι πτολιπόρθῳ, Ἁρμονίην θ’, ἣν Κάδμοσ ὑπέρθυμοσ θέτ’ ἄκοιτιν. (Hesiod, Theogony, Book Th. 93:2)

Synonyms

  1. terrible

  2. danger

  3. marvelous

  4. wondrous

  5. able

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION