- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δεινός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: deinos 고전 발음: [] 신약 발음: [디노]

기본형: δεινός δεινή δεινόν

형태분석: δειν (어간) + ος (어미)

어원: from δέος, properly δεεινός, cf. ἐλεεινός, ἐλεινός, from ἔλεος

  1. 무서운, 두려운, 끔찍한, 무시무시한, 기똥찬
  2. 강력한, 전능한, 할 수 있는, 놀라운
  3. 이상한, 낯선, 외국의
  4. 영리한, 똑똑한, 유능한, 능숙한
  5. 열없은, 여성스러운, 사내답지 못한
  1. terrible, horrible, fearful, astounding
  2. (neuter substantive) danger
  3. marvelous, mighty, powerful
  4. wondrous, strange
  5. able, skillful, clever
  6. shamefully timid, cowardly

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 δεινός

무서운 (이)가

δεινή

무서운 (이)가

δεινόν

무서운 (것)가

속격 δεινοῦ

무서운 (이)의

δεινῆς

무서운 (이)의

δεινοῦ

무서운 (것)의

여격 δεινῷ

무서운 (이)에게

δεινῇ

무서운 (이)에게

δεινῷ

무서운 (것)에게

대격 δεινόν

무서운 (이)를

δεινήν

무서운 (이)를

δεινόν

무서운 (것)를

호격 δεινέ

무서운 (이)야

δεινή

무서운 (이)야

δεινόν

무서운 (것)야

쌍수주/대/호 δεινώ

무서운 (이)들이

δεινά

무서운 (이)들이

δεινώ

무서운 (것)들이

속/여 δεινοῖν

무서운 (이)들의

δειναῖν

무서운 (이)들의

δεινοῖν

무서운 (것)들의

복수주격 δεινοί

무서운 (이)들이

δειναί

무서운 (이)들이

δεινά

무서운 (것)들이

속격 δεινῶν

무서운 (이)들의

δεινῶν

무서운 (이)들의

δεινῶν

무서운 (것)들의

여격 δεινοῖς

무서운 (이)들에게

δειναῖς

무서운 (이)들에게

δεινοῖς

무서운 (것)들에게

대격 δεινούς

무서운 (이)들을

δεινάς

무서운 (이)들을

δεινά

무서운 (것)들을

호격 δεινοί

무서운 (이)들아

δειναί

무서운 (이)들아

δεινά

무서운 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 δεινός

δεινοῦ

무서운 (이)의

δεινότερος

δεινοτεροῦ

더 무서운 (이)의

δεινότατος

δεινοτατοῦ

가장 무서운 (이)의

부사 δεινώς

δεινότερον

δεινότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ μὲν δὴ πολὺς ὅμιλος, οὓς ἰδιώτας οἱ σοφοὶ καλοῦσιν, Ὁμήρῳ τε καὶ Ἡσιόδῳ καὶ τοῖς ἄλλοις μυθοποιοῖς περὶ τούτων πειθόμενοι καὶ νόμον θέμενοι τὴν ποίησιν αὐτῶν, τόπον τινα ὑπὸ τῇ γῇ βαθὺν Αἳδην ὑπειλήφασιν, μέγαν δὲ καὶ πολύχωρον τοῦτον εἶναι καὶ ζοφερὸν καὶ ἀνήλιον, οὐκ οἶδ ὅπως αὐτοῖς φωτίζεσθαι δοκοῦντα πρὸς τὸ καὶ καθορᾶν τῶν ἐνόντων ἕκαστον βασιλεύειν δὲ τοῦ χάσματος ἀδελφὸν τοῦ Διὸς Πλούτωνα κεκλημένον, ὥς μοι τῶν τὰ τοιαῦτα δεινῶν τις ἔλεγε, διὰ τὸ πλουτεῖν τοῖς νεκροῖς τῇ προσηγορίᾳ τετιμημένον. (Lucian, (no name) 2:1)

    (루키아노스, (no name) 2:1)

  • λοιπὸν οὖν ἐστιν αὐτὸν τῶν παρόντων ἕνεκα ταῦτα ληρεῖν οὔθ ὅ τι πέπονθεν αὐτῷ ὁ παῖς εἰδότα οὔθ ὅποι κεχώρηκε, μᾶλλον δὲ οὐδὲ τὸν βίον αὐτὸν ἐξετάσαντα ὁποῖός ἐστιν οὐ γὰρ ἂν τὴν ἐξ αὐτοῦ μετάστασιν ὥς τι τῶν δεινῶν ἐδυσχέραινεν. (Lucian, (no name) 15:4)

    (루키아노스, (no name) 15:4)

  • τὸ δ ὑμέτερον τῆς τε δυνάμεως ἐνδεᾶ πρᾶξαι τῆς τε γνώμης μηδὲ τοῖς βεβαίοις πιστεῦσαι, τῶν δὲ δεινῶν μηδέποτε οἰέσθαι ἀπολυθήσεσθαι: (Dionysius of Halicarnassus, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 175)

    (디오니시오스, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 175)

  • τοῦ καὶ ὀδόντων μὲν πλῆτο στόμα λευκὰ θεόντων, δεινῶν ἀπλήτων, ἐπὶ δὲ βλοσυροῖο μετώπου δεινὴ Ἔρις πεπότητο κορύσσουσα κλόνον ἀνδρῶν, σχετλίη, ἥ ῥα νόον τε καὶ ἐκ φρένας εἵλετο φωτῶν. (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 12:4)

    (헤시오도스, 헤라클레스의 방패, Book Sh. 12:4)

  • ἐν δ ὀφίων κεφαλαὶ δεινῶν ἔσαν, οὔ τι φατειῶν, δώδεκα, ταὶ φοβέεσκον ἐπὶ χθονὶ φῦλ ἀνθρώπων, οἵ τινες ἀντιβίην πόλεμον Διὸς υἱῖ φέροιεν: (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 15:1)

    (헤시오도스, 헤라클레스의 방패, Book Sh. 15:1)

유의어

  1. 무서운

  2. danger

  3. 강력한

  4. 이상한

  5. 영리한

관련어

명사

형용사

부사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION