- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνήκεστος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: anēkestos 고전 발음: [아네:께] 신약 발음: [아네깨]

기본형: ἀνήκεστος ἀνήκεστη ἀνήκεστον

형태분석: (접두사) + νηκεστ (어간) + ος (어미)

  1. 치명적인, 죽을 운명의, 교정할 수 없는, 불치의, 모진, 잔인한
  2. 치명적인, 죽을 운명의, 위험한, 인간의
  1. not to be healed, incurable, irreparable, fatal, irreparable injuries
  2. implacable
  3. damaging beyond remedy, deadly, with barbarous cruelty

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀνήκεστος

치명적인 (이)가

ἀνήκέστη

치명적인 (이)가

ἀνήκεστον

치명적인 (것)가

속격 ἀνηκέστου

치명적인 (이)의

ἀνήκέστης

치명적인 (이)의

ἀνηκέστου

치명적인 (것)의

여격 ἀνηκέστῳ

치명적인 (이)에게

ἀνήκέστῃ

치명적인 (이)에게

ἀνηκέστῳ

치명적인 (것)에게

대격 ἀνήκεστον

치명적인 (이)를

ἀνήκέστην

치명적인 (이)를

ἀνήκεστον

치명적인 (것)를

호격 ἀνήκεστε

치명적인 (이)야

ἀνήκέστη

치명적인 (이)야

ἀνήκεστον

치명적인 (것)야

쌍수주/대/호 ἀνηκέστω

치명적인 (이)들이

ἀνήκέστα

치명적인 (이)들이

ἀνηκέστω

치명적인 (것)들이

속/여 ἀνηκέστοιν

치명적인 (이)들의

ἀνήκέσταιν

치명적인 (이)들의

ἀνηκέστοιν

치명적인 (것)들의

복수주격 ἀνήκεστοι

치명적인 (이)들이

ἀνήκεσται

치명적인 (이)들이

ἀνήκεστα

치명적인 (것)들이

속격 ἀνηκέστων

치명적인 (이)들의

ἀνήκεστῶν

치명적인 (이)들의

ἀνηκέστων

치명적인 (것)들의

여격 ἀνηκέστοις

치명적인 (이)들에게

ἀνήκέσταις

치명적인 (이)들에게

ἀνηκέστοις

치명적인 (것)들에게

대격 ἀνηκέστους

치명적인 (이)들을

ἀνήκέστας

치명적인 (이)들을

ἀνήκεστα

치명적인 (것)들을

호격 ἀνήκεστοι

치명적인 (이)들아

ἀνήκεσται

치명적인 (이)들아

ἀνήκεστα

치명적인 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ε πολλάκις δὲ καὶ πολλοὺς τῶν ἐπ᾿ ἐξουσίαις τεταγμένων τῶν πιστευθέντων χειρίζειν φίλων τὰ πράγματα παραμυθία μετόχους αἱμάτων ἀθώων καταστήσασα, περιέβαλε συμφοραῖς ἀνηκέστοις, (Septuagint, Liber Esther 8:17)

    (70인역 성경, 에스테르기 8:17)

  • ὁ δὲ πανεπόπτης Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραὴλ ἐπάταξεν αὐτὸν ἀνιάτῳ καὶ ἀοράτῳ πληγῇ. ἄρτι δὲ αὐτοῦ καταλήξαντος τὸν λόγον, ἔλαβεν αὐτὸν ἀνήκεστος τῶν σπλάγχνων ἀλγηδὼν καὶ πικραὶ τῶν ἔνδον βάσανοι, (Septuagint, Liber Maccabees II 9:5)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 9:5)

  • προστετάχαμεν ἅμα τῷ προσπεσεῖν τὴν ἐπιστολὴν τήνδε αὐθωρεὶ τοὺς ἐννεμομένους σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις μετὰ ὕβρεων καὶ σκυλμῶν ἀποστεῖλαι πρὸς ἡμᾶς ἐν δεσμοῖς σιδηροῖς πάντοθεν κατακεκλεισμένους, εἰς ἀνήκεστον καὶ δυσκλεῆ πρέποντα δυσμενέσι φόνον. (Septuagint, Liber Maccabees III 3:25)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 3:25)

  • τοῖς δὲ Ἰουδαίοις ἀνήκεστον πένθος ἦν καὶ πανόδυρτος μετὰ δακρύων βοή, στεναγμοῖς πεπυρωμένης τῆς αὐτῶν πάντοθεν καρδίας, ὀλοφυρομένων τὴν ἀπροσδόκητον ἐξαίφνης ἐπικριθεῖσαν αὐτοῖς ὀλεθρίαν. (Septuagint, Liber Maccabees III 4:2)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 4:2)

  • παρελθὼν οὖν ἄκλητος οὐκ εὐθὺς ἰασάμην οὐ γὰρ οὕτω ποιεῖν ἔθος ἐστὶν ἡμῖν οὐδὲ ταῦτα ἡ τέχνη παραινεῖ, ἀλλὰ πάντων πρῶτον τοῦτο διδασκόμεθα συνορᾶν εἴτε ἰάσιμόν ἐστι τὸ νόσημα εἴτε ἀνήκεστον καὶ ὑπερβεβηκὸς τοὺς ὁρ´ους τῆς τέχνης. (Lucian, Abdicatus, (no name) 4:5)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 4:5)

  • καὶ δεῖ τῶν ψυχικῶν πρῶτον καὶ μέγιστον ἀριθμεῖν τὴν ἄγνοιαν, δι ἧς ἀνήκεστος ἡ κακία τοῖς πολλοῖς συνοικεῖ καὶ συγκαταβιοῖ καὶ συναποθνῄσκει. (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 2 2:3)

    (플루타르코스, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 2 2:3)

  • καὶ δεῖ τῶν ψυχικῶν πρῶτον καὶ μέγιστον ἀριθμεῖν τὴν ἄνοιαν, δι ἧς ἀνήκεστος ἡ κακία τοῖς πολλοῖς συνοικεῖ καὶ συγκαταβιοῖ καὶ συναποθνῄσκει. (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 2 8:2)

    (플루타르코스, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 2 8:2)

  • "οὕτω σοι δοκῶ παντάπασιν ἀτυχής τις εἶναι καὶ ἀνήκεστος, ὥστε μὴ νουθεσίας τυχεῖν · (Plutarch, De cohibenda ira, section 14 6:3)

    (플루타르코스, De cohibenda ira, section 14 6:3)

  • "οὕτω σοι δοκῶ ι παντάπασιν ἀτυχής τις εἶναι καὶ ἀνήκεστος, ὥστε μὴ νουθεσίας τυχεῖν· (Plutarch, De cohibenda ira, section 14 2:6)

    (플루타르코스, De cohibenda ira, section 14 2:6)

유의어

  1. implacable

관련어

명사

형용사

동사

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION