헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀστεῖος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀστεῖος ἀστείᾱ ἀστεῖον

형태분석: ἀστει (어간) + ος (어미)

어원: a)/stu

  1. 도시의, 세계주의적인
  2. 공손한, 세련된, 도시풍의
  3. 우아한, 아름다운, 잘생긴, 예쁜
  1. of the city, cosmopolitan
  2. having polished manners; urbane
  3. elegant, handsome, fair

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀστεῖος

도시의 (이)가

ἀστείᾱ

도시의 (이)가

ἀστεῖον

도시의 (것)가

속격 ἀστείου

도시의 (이)의

ἀστείᾱς

도시의 (이)의

ἀστείου

도시의 (것)의

여격 ἀστείῳ

도시의 (이)에게

ἀστείᾱͅ

도시의 (이)에게

ἀστείῳ

도시의 (것)에게

대격 ἀστεῖον

도시의 (이)를

ἀστείᾱν

도시의 (이)를

ἀστεῖον

도시의 (것)를

호격 ἀστεῖε

도시의 (이)야

ἀστείᾱ

도시의 (이)야

ἀστεῖον

도시의 (것)야

쌍수주/대/호 ἀστείω

도시의 (이)들이

ἀστείᾱ

도시의 (이)들이

ἀστείω

도시의 (것)들이

속/여 ἀστείοιν

도시의 (이)들의

ἀστείαιν

도시의 (이)들의

ἀστείοιν

도시의 (것)들의

복수주격 ἀστεῖοι

도시의 (이)들이

ἀστεῖαι

도시의 (이)들이

ἀστεῖα

도시의 (것)들이

속격 ἀστείων

도시의 (이)들의

ἀστειῶν

도시의 (이)들의

ἀστείων

도시의 (것)들의

여격 ἀστείοις

도시의 (이)들에게

ἀστείαις

도시의 (이)들에게

ἀστείοις

도시의 (것)들에게

대격 ἀστείους

도시의 (이)들을

ἀστείᾱς

도시의 (이)들을

ἀστεῖα

도시의 (것)들을

호격 ἀστεῖοι

도시의 (이)들아

ἀστεῖαι

도시의 (이)들아

ἀστεῖα

도시의 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ποιησάμενόσ τε κατ̓ ἀνδραλογίαν κατασκευάσματα εἰσ ἀργυρίου δραχμὰσ δισχιλίασ, ἀπέστειλεν εἰσ Ἱεροσόλυμα προσαγαγεῖν περὶ ἁμαρτίασ θυσίαν, πάνυ καλῶσ καὶ ἀστείωσ πράττων ὑπὲρ ἀναστάσεωσ διαλογιζόμενοσ. (Septuagint, Liber Maccabees II 12:43)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 12:43)

  • βούλομαι δὲ ἔνια παραθέσθαι τῶν εὐστόχωσ τε ἅμα καὶ ἀστείωσ ὑπ’ αὐτοῦ λελεγμένων ἄρξασθαι δὲ ἀπὸ Φαβωρίνου καλὸν καὶ ὧν πρὸσ ἐκεῖνον εἶπεν. (Lucian, (no name) 12:1)

    (루키아노스, (no name) 12:1)

  • τὴν δὲ ἐσθῆτα τὴν ποικίλην καὶ τὰσ πορφυρίδασ ἐκείνασ ἀπέδυσαν αὐτὸν ἀστείωσ πάνυ τὸ ἀνθηρὸν ἐπισκώπτοντεσ τῶν χρωμάτων, Εἄρ ἤδη, λέγοντεσ, καί, Πόθεν ὁ ταὼσ οὗτοσ; (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 13:6)

    (루키아노스, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 13:6)

  • πλὴν ἕν γέ τι καὶ ἐπαινέσαι μοι δώσεισ, πάνυ ἀστείωσ ὑπὸ σοῦ πεπραγμένον, ὁπότε τοῦ Τισίου τὴν τέχνην οἶσθα ὡσ τὸ δυσκόρακοσ ἔργον αὐτὸσ ἐποίησασ, ἐξαρπάσασ τοῦ ἀνοήτου ἐκείνου πρεσβύτου χρυσοῦσ τριάκοντα, ὁ δὲ διὰ τὸν Τισίαν ἀντὶ τοῦ βιβλίου πεντήκοντα καὶ ἑπτακοσίασ ἐξέτισε κατασοφισθείσ. (Lucian, Pseudologista, (no name) 27:5)

    (루키아노스, Pseudologista, (no name) 27:5)

  • ᾗ καὶ Ἀρίστιπποσ οὐκ ἀκόμψωσ ἀλλὰ καὶ πάνυ ἀστείωσ ἐπέσκωψε τῷ λόγῳ πατέρα νοῦ καὶ φρενῶν κενόν. (Plutarch, De liberis educandis, section 7 15:1)

    (플루타르코스, De liberis educandis, section 7 15:1)

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION