헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἁρμόζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἁρμόζω ἁρμόσω ἥρμοσα ἥρμοκα ἥρμοσμαι ἡρμόσθην

형태분석: ἁρμόζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: A)/rw

  1. 참여하다, 연결하다, 잇다
  2. 약혼하다
  3. 명령하다, 지배하다, 통치하다, 지시하다
  4. 이루다, 쓰다
  5. 맞다, 맞추다, 어울리다, 적당하다
  1. I fit together, join
  2. I betroth
  3. I arrange, govern, command
  4. I compose
  5. I fit, suit, am adapted well for

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἁρμόζω

(나는) 참여한다

ἁρμόζεις

(너는) 참여한다

ἁρμόζει

(그는) 참여한다

쌍수 ἁρμόζετον

(너희 둘은) 참여한다

ἁρμόζετον

(그 둘은) 참여한다

복수 ἁρμόζομεν

(우리는) 참여한다

ἁρμόζετε

(너희는) 참여한다

ἁρμόζουσιν*

(그들은) 참여한다

접속법단수 ἁρμόζω

(나는) 참여하자

ἁρμόζῃς

(너는) 참여하자

ἁρμόζῃ

(그는) 참여하자

쌍수 ἁρμόζητον

(너희 둘은) 참여하자

ἁρμόζητον

(그 둘은) 참여하자

복수 ἁρμόζωμεν

(우리는) 참여하자

ἁρμόζητε

(너희는) 참여하자

ἁρμόζωσιν*

(그들은) 참여하자

기원법단수 ἁρμόζοιμι

(나는) 참여하기를 (바라다)

ἁρμόζοις

(너는) 참여하기를 (바라다)

ἁρμόζοι

(그는) 참여하기를 (바라다)

쌍수 ἁρμόζοιτον

(너희 둘은) 참여하기를 (바라다)

ἁρμοζοίτην

(그 둘은) 참여하기를 (바라다)

복수 ἁρμόζοιμεν

(우리는) 참여하기를 (바라다)

ἁρμόζοιτε

(너희는) 참여하기를 (바라다)

ἁρμόζοιεν

(그들은) 참여하기를 (바라다)

명령법단수 ά̔ρμοζε

(너는) 참여해라

ἁρμοζέτω

(그는) 참여해라

쌍수 ἁρμόζετον

(너희 둘은) 참여해라

ἁρμοζέτων

(그 둘은) 참여해라

복수 ἁρμόζετε

(너희는) 참여해라

ἁρμοζόντων, ἁρμοζέτωσαν

(그들은) 참여해라

부정사 ἁρμόζειν

참여하는 것

분사 남성여성중성
ἁρμοζων

ἁρμοζοντος

ἁρμοζουσα

ἁρμοζουσης

ἁρμοζον

ἁρμοζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἁρμόζομαι

(나는) 참여된다

ἁρμόζει, ἁρμόζῃ

(너는) 참여된다

ἁρμόζεται

(그는) 참여된다

쌍수 ἁρμόζεσθον

(너희 둘은) 참여된다

ἁρμόζεσθον

(그 둘은) 참여된다

복수 ἁρμοζόμεθα

(우리는) 참여된다

ἁρμόζεσθε

(너희는) 참여된다

ἁρμόζονται

(그들은) 참여된다

접속법단수 ἁρμόζωμαι

(나는) 참여되자

ἁρμόζῃ

(너는) 참여되자

ἁρμόζηται

(그는) 참여되자

쌍수 ἁρμόζησθον

(너희 둘은) 참여되자

ἁρμόζησθον

(그 둘은) 참여되자

복수 ἁρμοζώμεθα

(우리는) 참여되자

ἁρμόζησθε

(너희는) 참여되자

ἁρμόζωνται

(그들은) 참여되자

기원법단수 ἁρμοζοίμην

(나는) 참여되기를 (바라다)

ἁρμόζοιο

(너는) 참여되기를 (바라다)

ἁρμόζοιτο

(그는) 참여되기를 (바라다)

쌍수 ἁρμόζοισθον

(너희 둘은) 참여되기를 (바라다)

ἁρμοζοίσθην

(그 둘은) 참여되기를 (바라다)

복수 ἁρμοζοίμεθα

(우리는) 참여되기를 (바라다)

ἁρμόζοισθε

(너희는) 참여되기를 (바라다)

ἁρμόζοιντο

(그들은) 참여되기를 (바라다)

명령법단수 ἁρμόζου

(너는) 참여되어라

ἁρμοζέσθω

(그는) 참여되어라

쌍수 ἁρμόζεσθον

(너희 둘은) 참여되어라

ἁρμοζέσθων

(그 둘은) 참여되어라

복수 ἁρμόζεσθε

(너희는) 참여되어라

ἁρμοζέσθων, ἁρμοζέσθωσαν

(그들은) 참여되어라

부정사 ἁρμόζεσθαι

참여되는 것

분사 남성여성중성
ἁρμοζομενος

ἁρμοζομενου

ἁρμοζομενη

ἁρμοζομενης

ἁρμοζομενον

ἁρμοζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἁρμόσω

(나는) 참여하겠다

ἁρμόσεις

(너는) 참여하겠다

ἁρμόσει

(그는) 참여하겠다

쌍수 ἁρμόσετον

(너희 둘은) 참여하겠다

ἁρμόσετον

(그 둘은) 참여하겠다

복수 ἁρμόσομεν

(우리는) 참여하겠다

ἁρμόσετε

(너희는) 참여하겠다

ἁρμόσουσιν*

(그들은) 참여하겠다

기원법단수 ἁρμόσοιμι

(나는) 참여하겠기를 (바라다)

ἁρμόσοις

(너는) 참여하겠기를 (바라다)

ἁρμόσοι

(그는) 참여하겠기를 (바라다)

쌍수 ἁρμόσοιτον

(너희 둘은) 참여하겠기를 (바라다)

ἁρμοσοίτην

(그 둘은) 참여하겠기를 (바라다)

복수 ἁρμόσοιμεν

(우리는) 참여하겠기를 (바라다)

ἁρμόσοιτε

(너희는) 참여하겠기를 (바라다)

ἁρμόσοιεν

(그들은) 참여하겠기를 (바라다)

부정사 ἁρμόσειν

참여할 것

분사 남성여성중성
ἁρμοσων

ἁρμοσοντος

ἁρμοσουσα

ἁρμοσουσης

ἁρμοσον

ἁρμοσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἁρμόσομαι

(나는) 참여되겠다

ἁρμόσει, ἁρμόσῃ

(너는) 참여되겠다

ἁρμόσεται

(그는) 참여되겠다

쌍수 ἁρμόσεσθον

(너희 둘은) 참여되겠다

ἁρμόσεσθον

(그 둘은) 참여되겠다

복수 ἁρμοσόμεθα

(우리는) 참여되겠다

ἁρμόσεσθε

(너희는) 참여되겠다

ἁρμόσονται

(그들은) 참여되겠다

기원법단수 ἁρμοσοίμην

(나는) 참여되겠기를 (바라다)

ἁρμόσοιο

(너는) 참여되겠기를 (바라다)

ἁρμόσοιτο

(그는) 참여되겠기를 (바라다)

쌍수 ἁρμόσοισθον

(너희 둘은) 참여되겠기를 (바라다)

ἁρμοσοίσθην

(그 둘은) 참여되겠기를 (바라다)

복수 ἁρμοσοίμεθα

(우리는) 참여되겠기를 (바라다)

ἁρμόσοισθε

(너희는) 참여되겠기를 (바라다)

ἁρμόσοιντο

(그들은) 참여되겠기를 (바라다)

부정사 ἁρμόσεσθαι

참여될 것

분사 남성여성중성
ἁρμοσομενος

ἁρμοσομενου

ἁρμοσομενη

ἁρμοσομενης

ἁρμοσομενον

ἁρμοσομενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἁρμοσθήσομαι

(나는) 참여되겠다

ἁρμοσθήσῃ

(너는) 참여되겠다

ἁρμοσθήσεται

(그는) 참여되겠다

쌍수 ἁρμοσθήσεσθον

(너희 둘은) 참여되겠다

ἁρμοσθήσεσθον

(그 둘은) 참여되겠다

복수 ἁρμοσθησόμεθα

(우리는) 참여되겠다

ἁρμοσθήσεσθε

(너희는) 참여되겠다

ἁρμοσθήσονται

(그들은) 참여되겠다

기원법단수 ἁρμοσθησοίμην

(나는) 참여되겠기를 (바라다)

ἁρμοσθήσοιο

(너는) 참여되겠기를 (바라다)

ἁρμοσθήσοιτο

(그는) 참여되겠기를 (바라다)

쌍수 ἁρμοσθήσοισθον

(너희 둘은) 참여되겠기를 (바라다)

ἁρμοσθησοίσθην

(그 둘은) 참여되겠기를 (바라다)

복수 ἁρμοσθησοίμεθα

(우리는) 참여되겠기를 (바라다)

ἁρμοσθήσοισθε

(너희는) 참여되겠기를 (바라다)

ἁρμοσθήσοιντο

(그들은) 참여되겠기를 (바라다)

부정사 ἁρμοσθήσεσθαι

참여될 것

분사 남성여성중성
ἁρμοσθησομενος

ἁρμοσθησομενου

ἁρμοσθησομενη

ἁρμοσθησομενης

ἁρμοσθησομενον

ἁρμοσθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ή̔ρμοζον

(나는) 참여하고 있었다

ή̔ρμοζες

(너는) 참여하고 있었다

ή̔ρμοζεν*

(그는) 참여하고 있었다

쌍수 ἡρμόζετον

(너희 둘은) 참여하고 있었다

ἡρμοζέτην

(그 둘은) 참여하고 있었다

복수 ἡρμόζομεν

(우리는) 참여하고 있었다

ἡρμόζετε

(너희는) 참여하고 있었다

ή̔ρμοζον

(그들은) 참여하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἡρμοζόμην

(나는) 참여되고 있었다

ἡρμόζου

(너는) 참여되고 있었다

ἡρμόζετο

(그는) 참여되고 있었다

쌍수 ἡρμόζεσθον

(너희 둘은) 참여되고 있었다

ἡρμοζέσθην

(그 둘은) 참여되고 있었다

복수 ἡρμοζόμεθα

(우리는) 참여되고 있었다

ἡρμόζεσθε

(너희는) 참여되고 있었다

ἡρμόζοντο

(그들은) 참여되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ή̔ρμοσα

(나는) 참여했다

ή̔ρμοσας

(너는) 참여했다

ή̔ρμοσεν*

(그는) 참여했다

쌍수 ἡρμόσατον

(너희 둘은) 참여했다

ἡρμοσάτην

(그 둘은) 참여했다

복수 ἡρμόσαμεν

(우리는) 참여했다

ἡρμόσατε

(너희는) 참여했다

ή̔ρμοσαν

(그들은) 참여했다

접속법단수 ἁρμόσω

(나는) 참여했자

ἁρμόσῃς

(너는) 참여했자

ἁρμόσῃ

(그는) 참여했자

쌍수 ἁρμόσητον

(너희 둘은) 참여했자

ἁρμόσητον

(그 둘은) 참여했자

복수 ἁρμόσωμεν

(우리는) 참여했자

ἁρμόσητε

(너희는) 참여했자

ἁρμόσωσιν*

(그들은) 참여했자

기원법단수 ἁρμόσαιμι

(나는) 참여했기를 (바라다)

ἁρμόσαις

(너는) 참여했기를 (바라다)

ἁρμόσαι

(그는) 참여했기를 (바라다)

쌍수 ἁρμόσαιτον

(너희 둘은) 참여했기를 (바라다)

ἁρμοσαίτην

(그 둘은) 참여했기를 (바라다)

복수 ἁρμόσαιμεν

(우리는) 참여했기를 (바라다)

ἁρμόσαιτε

(너희는) 참여했기를 (바라다)

ἁρμόσαιεν

(그들은) 참여했기를 (바라다)

명령법단수 ά̔ρμοσον

(너는) 참여했어라

ἁρμοσάτω

(그는) 참여했어라

쌍수 ἁρμόσατον

(너희 둘은) 참여했어라

ἁρμοσάτων

(그 둘은) 참여했어라

복수 ἁρμόσατε

(너희는) 참여했어라

ἁρμοσάντων

(그들은) 참여했어라

부정사 ἁρμόσαι

참여했는 것

분사 남성여성중성
ἁρμοσᾱς

ἁρμοσαντος

ἁρμοσᾱσα

ἁρμοσᾱσης

ἁρμοσαν

ἁρμοσαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἡρμοσάμην

(나는) 참여되었다

ἡρμόσω

(너는) 참여되었다

ἡρμόσατο

(그는) 참여되었다

쌍수 ἡρμόσασθον

(너희 둘은) 참여되었다

ἡρμοσάσθην

(그 둘은) 참여되었다

복수 ἡρμοσάμεθα

(우리는) 참여되었다

ἡρμόσασθε

(너희는) 참여되었다

ἡρμόσαντο

(그들은) 참여되었다

접속법단수 ἁρμόσωμαι

(나는) 참여되었자

ἁρμόσῃ

(너는) 참여되었자

ἁρμόσηται

(그는) 참여되었자

쌍수 ἁρμόσησθον

(너희 둘은) 참여되었자

ἁρμόσησθον

(그 둘은) 참여되었자

복수 ἁρμοσώμεθα

(우리는) 참여되었자

ἁρμόσησθε

(너희는) 참여되었자

ἁρμόσωνται

(그들은) 참여되었자

기원법단수 ἁρμοσαίμην

(나는) 참여되었기를 (바라다)

ἁρμόσαιο

(너는) 참여되었기를 (바라다)

ἁρμόσαιτο

(그는) 참여되었기를 (바라다)

쌍수 ἁρμόσαισθον

(너희 둘은) 참여되었기를 (바라다)

ἁρμοσαίσθην

(그 둘은) 참여되었기를 (바라다)

복수 ἁρμοσαίμεθα

(우리는) 참여되었기를 (바라다)

ἁρμόσαισθε

(너희는) 참여되었기를 (바라다)

ἁρμόσαιντο

(그들은) 참여되었기를 (바라다)

명령법단수 ά̔ρμοσαι

(너는) 참여되었어라

ἁρμοσάσθω

(그는) 참여되었어라

쌍수 ἁρμόσασθον

(너희 둘은) 참여되었어라

ἁρμοσάσθων

(그 둘은) 참여되었어라

복수 ἁρμόσασθε

(너희는) 참여되었어라

ἁρμοσάσθων

(그들은) 참여되었어라

부정사 ἁρμόσεσθαι

참여되었는 것

분사 남성여성중성
ἁρμοσαμενος

ἁρμοσαμενου

ἁρμοσαμενη

ἁρμοσαμενης

ἁρμοσαμενον

ἁρμοσαμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἡρμόσθην

(나는) 참여되었다

ἡρμόσθης

(너는) 참여되었다

ἡρμόσθη

(그는) 참여되었다

쌍수 ἡρμόσθητον

(너희 둘은) 참여되었다

ἡρμοσθήτην

(그 둘은) 참여되었다

복수 ἡρμόσθημεν

(우리는) 참여되었다

ἡρμόσθητε

(너희는) 참여되었다

ἡρμόσθησαν

(그들은) 참여되었다

접속법단수 ἁρμόσθω

(나는) 참여되었자

ἁρμόσθῃς

(너는) 참여되었자

ἁρμόσθῃ

(그는) 참여되었자

쌍수 ἁρμόσθητον

(너희 둘은) 참여되었자

ἁρμόσθητον

(그 둘은) 참여되었자

복수 ἁρμόσθωμεν

(우리는) 참여되었자

ἁρμόσθητε

(너희는) 참여되었자

ἁρμόσθωσιν*

(그들은) 참여되었자

기원법단수 ἁρμοσθείην

(나는) 참여되었기를 (바라다)

ἁρμοσθείης

(너는) 참여되었기를 (바라다)

ἁρμοσθείη

(그는) 참여되었기를 (바라다)

쌍수 ἁρμοσθείητον

(너희 둘은) 참여되었기를 (바라다)

ἁρμοσθειήτην

(그 둘은) 참여되었기를 (바라다)

복수 ἁρμοσθείημεν

(우리는) 참여되었기를 (바라다)

ἁρμοσθείητε

(너희는) 참여되었기를 (바라다)

ἁρμοσθείησαν

(그들은) 참여되었기를 (바라다)

명령법단수 ἁρμόσθητι

(너는) 참여되었어라

ἁρμοσθήτω

(그는) 참여되었어라

쌍수 ἁρμόσθητον

(너희 둘은) 참여되었어라

ἁρμοσθήτων

(그 둘은) 참여되었어라

복수 ἁρμόσθητε

(너희는) 참여되었어라

ἁρμοσθέντων

(그들은) 참여되었어라

부정사 ἁρμοσθῆναι

참여되었는 것

분사 남성여성중성
ἁρμοσθεις

ἁρμοσθεντος

ἁρμοσθεισα

ἁρμοσθεισης

ἁρμοσθεν

ἁρμοσθεντος

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ή̔ρμοκα

(나는) 참여했다

ή̔ρμοκας

(너는) 참여했다

ή̔ρμοκεν*

(그는) 참여했다

쌍수 ἡρμόκατον

(너희 둘은) 참여했다

ἡρμόκατον

(그 둘은) 참여했다

복수 ἡρμόκαμεν

(우리는) 참여했다

ἡρμόκατε

(너희는) 참여했다

ἡρμόκᾱσιν*

(그들은) 참여했다

접속법단수 ἡρμόκω

(나는) 참여했자

ἡρμόκῃς

(너는) 참여했자

ἡρμόκῃ

(그는) 참여했자

쌍수 ἡρμόκητον

(너희 둘은) 참여했자

ἡρμόκητον

(그 둘은) 참여했자

복수 ἡρμόκωμεν

(우리는) 참여했자

ἡρμόκητε

(너희는) 참여했자

ἡρμόκωσιν*

(그들은) 참여했자

기원법단수 ἡρμόκοιμι

(나는) 참여했기를 (바라다)

ἡρμόκοις

(너는) 참여했기를 (바라다)

ἡρμόκοι

(그는) 참여했기를 (바라다)

쌍수 ἡρμόκοιτον

(너희 둘은) 참여했기를 (바라다)

ἡρμοκοίτην

(그 둘은) 참여했기를 (바라다)

복수 ἡρμόκοιμεν

(우리는) 참여했기를 (바라다)

ἡρμόκοιτε

(너희는) 참여했기를 (바라다)

ἡρμόκοιεν

(그들은) 참여했기를 (바라다)

명령법단수 ή̔ρμοκε

(너는) 참여했어라

ἡρμοκέτω

(그는) 참여했어라

쌍수 ἡρμόκετον

(너희 둘은) 참여했어라

ἡρμοκέτων

(그 둘은) 참여했어라

복수 ἡρμόκετε

(너희는) 참여했어라

ἡρμοκόντων

(그들은) 참여했어라

부정사 ἡρμοκέναι

참여했는 것

분사 남성여성중성
ἡρμοκως

ἡρμοκοντος

ἡρμοκυῑα

ἡρμοκυῑᾱς

ἡρμοκον

ἡρμοκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ή̔ρμοσμαι

(나는) 참여되었다

ή̔ρμοσαι

(너는) 참여되었다

ή̔ρμοσται

(그는) 참여되었다

쌍수 ή̔ρμοσθον

(너희 둘은) 참여되었다

ή̔ρμοσθον

(그 둘은) 참여되었다

복수 ἡρμόσμεθα

(우리는) 참여되었다

ή̔ρμοσθε

(너희는) 참여되었다

ἡρμόσαται

(그들은) 참여되었다

명령법단수 ή̔ρμοσο

(너는) 참여되었어라

ἡρμόσθω

(그는) 참여되었어라

쌍수 ή̔ρμοσθον

(너희 둘은) 참여되었어라

ἡρμόσθων

(그 둘은) 참여되었어라

복수 ή̔ρμοσθε

(너희는) 참여되었어라

ἡρμόσθων

(그들은) 참여되었어라

부정사 ή̔ρμοσθαι

참여되었는 것

분사 남성여성중성
ἡρμοσμενος

ἡρμοσμενου

ἡρμοσμενη

ἡρμοσμενης

ἡρμοσμενον

ἡρμοσμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐχ ἁρμόσει ἄφρονι χείλη πιστά, οὐδὲ δικαίῳ χείλη ψευδῆ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 17:8)

    (70인역 성경, 잠언 17:8)

  • οἶκον καὶ ὕπαρξιν μερίζουσι πατέρεσ παισί, παρὰ δὲ Κυρίου ἁρμόζεται γυνὴ ἀνδρί. (Septuagint, Liber Proverbiorum 19:12)

    (70인역 성경, 잠언 19:12)

  • Ὁποίᾳ ἂν πέτρᾳ προσελθὼν ἁρμόσῃ τὰσ κοτύλασ καὶ προσφὺσ ἔχηται κατὰ τὰσ πλεκτάνασ, ἐκείνῃ ὅμοιον ἀπεργάζεται ἑαυτὸν καὶ μεταβάλλει τὴν χρόαν μιμούμενοσ τὴν πέτραν, ὡσ ἂν λάθῃ τοὺσ ἁλιέασ μὴ διαλλάττων μηδὲ φανερὸσ ὢν διὰ τοῦτο, ἀλλὰ ἐοικὼσ τῷ λίθῳ. (Lucian, Dialogi Marini, menelaus and proteus, chapter 31)

    (루키아노스, Dialogi Marini, menelaus and proteus, chapter 31)

  • οὐ χαλεπόν, ὦ Πολύστρατε, εἰ τὸ ἀπὸ τοῦδε παραδόντεσ τὰσ εἰκόνασ τῷ λόγῳ, ἐπιτρέψαιμεν αὐτῷ μετακοσμεῖν καὶ συντιθέναι καὶ ἁρμόζειν ὡσ ἂν εὐρυθμότατα δύναιτο, φυλάττων ἅμα τὸ συμμιγὲσ ἐκεῖνο καὶ ποικίλον. (Lucian, Imagines, (no name) 5:4)

    (루키아노스, Imagines, (no name) 5:4)

  • ‐ πέμπε φίλουσ ἰέναι ποτὶ σὸν λόχον, ἁρμόσατε ψαλίοισ ἵππουσ. (Euripides, Rhesus, choral, strophe 13)

    (에우리피데스, Rhesus, choral, strophe 13)

  • ἁρμόζω σφίσιν ἀλλήλουσ ἐφ’ ὑμῶν, καὶ πέμπω βασιλέασ εἶναι τῶν ἐθνῶν ἤδη τῶν ἄνω. (Appian, The Foreign Wars, chapter 10 3:9)

    (아피아노스, The Foreign Wars, chapter 10 3:9)

유의어

  1. 참여하다

  2. 약혼하다

  3. 명령하다

  4. 이루다

  5. 맞다

관련어

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION