Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνόνητος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀνόνητος ἀνόνητη ἀνόνητον

Structure: ἀ (Prefix) + νονητ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: o)ni/nhmi

Sense

  1. unprofitable, useless, in vain
  2. making no profit from

Examples

  • ἄδωρα ^ οὖν σοι τὰ δῶρα καὶ ἀνόνητα. (Lucian, De mercede, (no name) 38:4)
  • Ἀνόνητα οὖν μοι ἐκεῖνα πάντα καὶ ἰσότιμοσ ἔσται Μαύσωλοσ καὶ Διογένησ; (Lucian, Dialogi mortuorum, 5:1)
  • μένοισ ἀνιᾶσθαι μὴ χαίρειν δὲ τοῖσ σῳζομένοισ, ἀλλ’ ὥσπερ τὰ μικρὰ παιδάρια, ἀπὸ πολλῶν παιγνίων ἂν ἕν τισ ἀφέληταί τι, καὶ τὰ λοιπὰ πάντα ἀπορρίψαντα κλαίει καὶ βοᾷ, τὸν αὐτὸν τρόπον ἡμᾶσ περὶ ἓν ὀχληθέντασ ὑπὸ τῆσ τύχησ, καὶ τἄλλα πάντα ποιεῖν ἀνόνητα ἑαυτοῖσ ὀδυρομένουσ καὶ δυσφοροῦντασ. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 8 4:3)
  • τἄλλα πάντα ποιεῖν ἀνόνητα ἑαυτοῖσ ὀδυρομένουσ καὶ δυσφοροῦντασ. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 8 13:1)
  • ἀλλὰ ταῦτ’ ἄχρηστα, ἄπρακτα, ἀνόνητα ὑπὸ τῶν πωλούντων γίγνεται. (Demosthenes, Speeches, 47:2)
  • ἀνόνητά γ’, ὡσ ἐοίκε, τόνδ’ ὃν εἰσορᾷσ. (Euripides, Hecuba, episode, iambics40)
  • ἀνόνητά γ’ ἱκετεύουσαν ἐκσῷσαι βίον. (Euripides, Heracles, episode15)

Synonyms

  1. unprofitable

  2. making no profit from

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION