헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνακόπτω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀνακόπτω

형태분석: ἀνα (접두사) + κόπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 몰아내다, 논박하다
  2. 멈추다, 정지시키다, 정지하다, 늘어뜨리다, 서다, 말리다
  1. to drive back
  2. to beat back
  3. to stop: - , to be stopped, stop short, from

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνακόπτω

(나는) 몰아낸다

ἀνακόπτεις

(너는) 몰아낸다

ἀνακόπτει

(그는) 몰아낸다

쌍수 ἀνακόπτετον

(너희 둘은) 몰아낸다

ἀνακόπτετον

(그 둘은) 몰아낸다

복수 ἀνακόπτομεν

(우리는) 몰아낸다

ἀνακόπτετε

(너희는) 몰아낸다

ἀνακόπτουσιν*

(그들은) 몰아낸다

접속법단수 ἀνακόπτω

(나는) 몰아내자

ἀνακόπτῃς

(너는) 몰아내자

ἀνακόπτῃ

(그는) 몰아내자

쌍수 ἀνακόπτητον

(너희 둘은) 몰아내자

ἀνακόπτητον

(그 둘은) 몰아내자

복수 ἀνακόπτωμεν

(우리는) 몰아내자

ἀνακόπτητε

(너희는) 몰아내자

ἀνακόπτωσιν*

(그들은) 몰아내자

기원법단수 ἀνακόπτοιμι

(나는) 몰아내기를 (바라다)

ἀνακόπτοις

(너는) 몰아내기를 (바라다)

ἀνακόπτοι

(그는) 몰아내기를 (바라다)

쌍수 ἀνακόπτοιτον

(너희 둘은) 몰아내기를 (바라다)

ἀνακοπτοίτην

(그 둘은) 몰아내기를 (바라다)

복수 ἀνακόπτοιμεν

(우리는) 몰아내기를 (바라다)

ἀνακόπτοιτε

(너희는) 몰아내기를 (바라다)

ἀνακόπτοιεν

(그들은) 몰아내기를 (바라다)

명령법단수 ἀνακόπτε

(너는) 몰아내어라

ἀνακοπτέτω

(그는) 몰아내어라

쌍수 ἀνακόπτετον

(너희 둘은) 몰아내어라

ἀνακοπτέτων

(그 둘은) 몰아내어라

복수 ἀνακόπτετε

(너희는) 몰아내어라

ἀνακοπτόντων, ἀνακοπτέτωσαν

(그들은) 몰아내어라

부정사 ἀνακόπτειν

몰아내는 것

분사 남성여성중성
ἀνακοπτων

ἀνακοπτοντος

ἀνακοπτουσα

ἀνακοπτουσης

ἀνακοπτον

ἀνακοπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνακόπτομαι

(나는) 몰아내여진다

ἀνακόπτει, ἀνακόπτῃ

(너는) 몰아내여진다

ἀνακόπτεται

(그는) 몰아내여진다

쌍수 ἀνακόπτεσθον

(너희 둘은) 몰아내여진다

ἀνακόπτεσθον

(그 둘은) 몰아내여진다

복수 ἀνακοπτόμεθα

(우리는) 몰아내여진다

ἀνακόπτεσθε

(너희는) 몰아내여진다

ἀνακόπτονται

(그들은) 몰아내여진다

접속법단수 ἀνακόπτωμαι

(나는) 몰아내여지자

ἀνακόπτῃ

(너는) 몰아내여지자

ἀνακόπτηται

(그는) 몰아내여지자

쌍수 ἀνακόπτησθον

(너희 둘은) 몰아내여지자

ἀνακόπτησθον

(그 둘은) 몰아내여지자

복수 ἀνακοπτώμεθα

(우리는) 몰아내여지자

ἀνακόπτησθε

(너희는) 몰아내여지자

ἀνακόπτωνται

(그들은) 몰아내여지자

기원법단수 ἀνακοπτοίμην

(나는) 몰아내여지기를 (바라다)

ἀνακόπτοιο

(너는) 몰아내여지기를 (바라다)

ἀνακόπτοιτο

(그는) 몰아내여지기를 (바라다)

쌍수 ἀνακόπτοισθον

(너희 둘은) 몰아내여지기를 (바라다)

ἀνακοπτοίσθην

(그 둘은) 몰아내여지기를 (바라다)

복수 ἀνακοπτοίμεθα

(우리는) 몰아내여지기를 (바라다)

ἀνακόπτοισθε

(너희는) 몰아내여지기를 (바라다)

ἀνακόπτοιντο

(그들은) 몰아내여지기를 (바라다)

명령법단수 ἀνακόπτου

(너는) 몰아내여져라

ἀνακοπτέσθω

(그는) 몰아내여져라

쌍수 ἀνακόπτεσθον

(너희 둘은) 몰아내여져라

ἀνακοπτέσθων

(그 둘은) 몰아내여져라

복수 ἀνακόπτεσθε

(너희는) 몰아내여져라

ἀνακοπτέσθων, ἀνακοπτέσθωσαν

(그들은) 몰아내여져라

부정사 ἀνακόπτεσθαι

몰아내여지는 것

분사 남성여성중성
ἀνακοπτομενος

ἀνακοπτομενου

ἀνακοπτομενη

ἀνακοπτομενης

ἀνακοπτομενον

ἀνακοπτομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνέκοπτον

(나는) 몰아내고 있었다

ἀνέκοπτες

(너는) 몰아내고 있었다

ἀνέκοπτεν*

(그는) 몰아내고 있었다

쌍수 ἀνεκόπτετον

(너희 둘은) 몰아내고 있었다

ἀνεκοπτέτην

(그 둘은) 몰아내고 있었다

복수 ἀνεκόπτομεν

(우리는) 몰아내고 있었다

ἀνεκόπτετε

(너희는) 몰아내고 있었다

ἀνέκοπτον

(그들은) 몰아내고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνεκοπτόμην

(나는) 몰아내여지고 있었다

ἀνεκόπτου

(너는) 몰아내여지고 있었다

ἀνεκόπτετο

(그는) 몰아내여지고 있었다

쌍수 ἀνεκόπτεσθον

(너희 둘은) 몰아내여지고 있었다

ἀνεκοπτέσθην

(그 둘은) 몰아내여지고 있었다

복수 ἀνεκοπτόμεθα

(우리는) 몰아내여지고 있었다

ἀνεκόπτεσθε

(너희는) 몰아내여지고 있었다

ἀνεκόπτοντο

(그들은) 몰아내여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δὲ ἐμβαλὼν εἷσ τὸν ὀπίσω συνετάραξε καὶ τοῦτον καὶ τοὺσ ἐπιφερομένουσ, κατιδὼν δὲ τοῦτο Μάρκελλοσ ἐκέλευσε τοὺσ ἱππεῖσ ἐλαύνειν ἀνὰ κράτοσ πρὸσ τὸ θορυβούμενον καὶ ποιεῖν ἔτι μᾶλλον αὑτοῖσ περιπετεῖσ τοὺσ πολεμίουσ, οὗτοί τε δὴ λαμπρῶσ ἐμβαλόντεσ ἀνέκοπτον ἄχρι τοῦ στρατοπέδου τοὺσ Καρχηδονίουσ, καὶ τῶν θηρίων τὰ κτεινόμενα καὶ πίπτοντα τὸν πλεῖστον αὐτῶν φόνον ἀπειργάζετο. (Plutarch, Marcellus, chapter 26 3:1)

    (플루타르코스, Marcellus, chapter 26 3:1)

  • καὶ Διογένησ μὲν ὁ τῆσ Ἀρχελάου γυναικὸσ υἱὸσ ἀριστεύων ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ περιόπτωσ ἔπεσεν, οἱ δὲ τοξόται, τῶν Ῥωμαίων ἐκβιαζομένων, οὐκ ἔχοντεσ ἀναστροφὴν ἀθρόοισ τοῖσ ὀϊστοῖσ ἐκ χειρὸσ ὥσπερ ξίφεσι παίοντεσ ἀνέκοπτον αὐτούσ, τέλοσ δὲ κατακλεισθέντεσ εἰσ τὸν χάρακα μοχθηρῶσ ὑπὸ τραυμάτων καὶ φόνου διενυκτέρευσαν. (Plutarch, Sulla, chapter 21 3:2)

    (플루타르코스, Sulla, chapter 21 3:2)

  • Ὁ δὲ Σύλλασ αὐτίκα τοῦ ἄστεοσ ληφθέντοσ, οὐ περιμένων ἔτι τὸν Πειραιᾶ διὰ πολιορκίασ ἐξελεῖν, κριοὺσ ὁμοῦ καὶ βέλη καὶ ἀκόντια ἐπῆγεν, ἄνδρασ τε πολλοὺσ οἳ διώρυσσον ὑπὸ χελώναισ τὰ τείχη, καὶ σπείρασ αἳ τοὺσ ἐπὶ τῶν τειχῶν ἀκοντίζουσαί τε καὶ τοξεύουσαι θαμινὰ ἀνέκοπτον. (Appian, The Foreign Wars, chapter 6 3:1)

    (아피아노스, The Foreign Wars, chapter 6 3:1)

  • καὶ κατὰ λόγον οἱ μὲν οὐκ ἐμβολαῖσ, ἀλλὰ μόναισ περιόδοισ ἐπλεονέκτουν, καὶ ταρσοὺσ τῶν μειζόνων ἢ πηδάλια ἀνέκλων ἢ κώπασ ἀνέκοπτον ἢ ἀπεχώριζον ὅλωσ τὰ σκάφη καὶ ἔβλαπτον ἐμβολῆσ οὐχ ἥσσονα· (Appian, The Civil Wars, book 5, chapter 11 10:7)

    (아피아노스, The Civil Wars, book 5, chapter 11 10:7)

  • οἱ δὲ τοῦ Καίσαροσ αὐτὰσ ἐμβολαῖσ ὡσ βραχυτέρασ ἀνέκοπτον ἢ κατέσειον ἢ διερρήγνυον καί, ὅτε συμπλακεῖεν, ἔβαλλόν τε ὡσ ταπεινοτέρασ ἀφ’ ὑψηλοῦ καὶ κόρακασ ἢ χεῖρασ σιδηρᾶσ εὐκολώτερον ἐπερρίπτουν. (Appian, The Civil Wars, book 5, chapter 11 10:8)

    (아피아노스, The Civil Wars, book 5, chapter 11 10:8)

유의어

  1. 몰아내다

  2. to beat back

  3. 멈추다

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION