헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀκμάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀκμάζω

형태분석: ἀκμάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: a)kmh/

  1. to be in full bloom, be at one's prime or perfection
  2. to flourish or abound in
  3. to be strong enough
  4. at its height, mid, to be just ripe
  5. it is high time

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀκμάζω

ἀκμάζεις

ἀκμάζει

쌍수 ἀκμάζετον

ἀκμάζετον

복수 ἀκμάζομεν

ἀκμάζετε

ἀκμάζουσιν*

접속법단수 ἀκμάζω

ἀκμάζῃς

ἀκμάζῃ

쌍수 ἀκμάζητον

ἀκμάζητον

복수 ἀκμάζωμεν

ἀκμάζητε

ἀκμάζωσιν*

기원법단수 ἀκμάζοιμι

ἀκμάζοις

ἀκμάζοι

쌍수 ἀκμάζοιτον

ἀκμαζοίτην

복수 ἀκμάζοιμεν

ἀκμάζοιτε

ἀκμάζοιεν

명령법단수 ά̓κμαζε

ἀκμαζέτω

쌍수 ἀκμάζετον

ἀκμαζέτων

복수 ἀκμάζετε

ἀκμαζόντων, ἀκμαζέτωσαν

부정사 ἀκμάζειν

분사 남성여성중성
ἀκμαζων

ἀκμαζοντος

ἀκμαζουσα

ἀκμαζουσης

ἀκμαζον

ἀκμαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀκμάζομαι

ἀκμάζει, ἀκμάζῃ

ἀκμάζεται

쌍수 ἀκμάζεσθον

ἀκμάζεσθον

복수 ἀκμαζόμεθα

ἀκμάζεσθε

ἀκμάζονται

접속법단수 ἀκμάζωμαι

ἀκμάζῃ

ἀκμάζηται

쌍수 ἀκμάζησθον

ἀκμάζησθον

복수 ἀκμαζώμεθα

ἀκμάζησθε

ἀκμάζωνται

기원법단수 ἀκμαζοίμην

ἀκμάζοιο

ἀκμάζοιτο

쌍수 ἀκμάζοισθον

ἀκμαζοίσθην

복수 ἀκμαζοίμεθα

ἀκμάζοισθε

ἀκμάζοιντο

명령법단수 ἀκμάζου

ἀκμαζέσθω

쌍수 ἀκμάζεσθον

ἀκμαζέσθων

복수 ἀκμάζεσθε

ἀκμαζέσθων, ἀκμαζέσθωσαν

부정사 ἀκμάζεσθαι

분사 남성여성중성
ἀκμαζομενος

ἀκμαζομενου

ἀκμαζομενη

ἀκμαζομενης

ἀκμαζομενον

ἀκμαζομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Σιτίον νέοισ ἀκροσαπέσ, γέρουσιν ἐσ τέλοσ μεταβεβλημένον, ἀκμάζουσιν ἀμετάβλητον. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, , xli.1)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, , xli.1)

  • δι’ αὐτὸ δὲ τοῦτο καὶ τοῖσ θερμοῖσ φύσει καὶ τοῖσ ἀκμάζουσιν εἰσ χολὴν ἑτοίμωσ μεταβάλλεται. (Galen, On the Natural Faculties., B, section 8103)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., B, section 8103)

  • "τὴν περὶ τὰ ὄμματα τύχην ἀνιαρῶσ ἔφερον, ὦ Ῥωμαῖοι, νῦν δὲ ἄχθομαι πρὸσ τῷ τυφλὸσ εἶναι μὴ καὶ κωφὸσ ὤν, ἀλλ’ ἀκούων αἰσχρὰ βουλεύματα καὶ δόγματα ὑμῶν ἀνατρέ ποντα τῆσ Ῥώμησ τὸ κλέοσ, ποῦ γὰρ ὑμῶν ὁ πρόσ ἅπαντασ ἀνθρώπουσ θρυλούμενοσ ἀεὶ λόγοσ, ὡσ, εἰ παρῆν ἐκεῖνοσ εἰσ Ἰταλίαν ὁ μέγασ Ἀλέξανδροσ καὶ συνηνέχθη νέοισ ἡμῖν καὶ τοῖσ πατράσιν ἡμῶν ἀκμάζουσιν, οὐκ ἂν ὑμνεῖτο νῦν ἀνίκητοσ, ἀλλ’ ἢ φυγὼν ἂν ἤ ποῦ πεσὼν ἐνταῦθα τὴν Ῥώμην ἐνδοξοτέραν ἀπέλιπε; (Plutarch, chapter 19 1:1)

    (플루타르코스, chapter 19 1:1)

  • οὐκ ἠγνόει οἶμαι ὁ νομοθέτησ ὅτι οἱ πρεσβύτεροι τῷ μὲν εὖ φρονεῖν ἀκμάζουσιν, ἡ δὲ τόλμα ἤδη αὐτοὺσ ἄρχεται ἐπιλείπειν διὰ τὴν ἐμπειρίαν τῶν πραγμάτων. (Aeschines, Speeches, , section 242)

    (아이스키네스, 연설, , section 242)

  • παραπλησίωσ δὲ καὶ τοῖσ πρεσβυτέροισ συνήλγουν, βλέποντεσ παρὰ φύσιν ἀναγκαζομένουσ ἅμα τοῖσ ἀκμάζουσιν ἐπισπεύδειν. (Diodorus Siculus, Library, book xiii, chapter 111 7:2)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xiii, chapter 111 7:2)

유의어

  1. to be in full bloom

  2. to flourish or abound in

  3. to be strong enough

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION