Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄγνωστος

First/Second declension Adjective; 이형 Transliteration:

Principal Part: ἄγνωστος ἄγνωστος ἄγνωστον

Structure: ἀ (Prefix) + γνωστ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. agnwtos

Examples

  • ἢ νεοκτίστουσ θυμοῦ πλήρεισ θῆρασ ἀγνώστουσ ἤτοι πυρπνόον φυσῶντασ ἆσθμα ἢ βρόμουσ λικμωμένουσ καπνοῦ ἢ δεινοὺσ ἀπ̓ ὀμμάτων σπινθῆρασ ἀστράπτοντασ, (Septuagint, Liber Sapientiae 11:18)

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION